Απο τη διεθνη βιβλιογραφία – Μάιος 2004

Το πράσινο τσάι μειώνει σημαντικά το κίνδυνο εμφάνισης υπέρτασης

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας επιδημιολογικής μελέτης που δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 26ης Ιουλίου 2004 του περιοδικού Archives of Internal Medicine, η κατανάλωση 120 ml και πάνω πράσινου τσαγιού την ημέρα για ένα χρόνο μειώνει σημαντικά το κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης.

Σύμφωνα με έναν από τους ερευνητές, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Taiwan Yi-Ching Yang,το τσάι περιέχει πάνω από 4000 χημικές ενώσεις που μπορούν να επιδράσουν στον ανθρώπινο οργανισμό με διάφορους τρόπους.

Η μελέτη περιελάμβανε 1507 άτομα 20 χρονών και πάνω χωρίς υπέρταση. Απ’αυτούς τα 600 έπιναν τσάι καθημερινά περισσότερο από 120 ml την ημέρα και από τουλάχιστον ένα χρόνο

Βρέθηκε ότι τα άτομα που έπιναν από 120-599 ml την ημέρα τσάι εμφάνισαν μειωμένο κίνδυνο εκδήλωσης υπέρτασης κατά 46% συγκριτικά με αυτούς που δεν έπιναν. Ο κίνδυνος μειωνόταν στο 65% σε αυτούς που έπιναν πάνω από 600 ml την ημέρα.

Η μείωση του κινδύνου παρέμενε ακόμη και όταν συνυπολογίσθηκαν στη στατιστική ανάλυση και άλλοι παράγοντες που προδιαθέτουν στην υπέρταση, όπως το σωματικό βάρος, η κληρονομικότητα, η ηλικία, το φύλο, η άσκηση, η πρόσληψη αλατιού,
αλκοόλ και καφέ.
Η απώλεια βάρους βοηθάει τους παχύσαρκους με στυτική δυσλειτουργία
Η απώλεια βάρους που επιτυγχάνεται με μειωμένη θερμιδική πρόσληψη και άσκηση βελτιώνει τη σεξουαλική λειτουργία παχυσάρκων με προβλήματα στυτικής δυσλειτουργίας, σύμφωνα με μια τυχαιοποιημένη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου του Journal of the American Medical Association.

Η μελέτη περιελάμβανε 110 παχύσαρκους (Δείκτης μάζας σώματος πάνω από 30) άνδρες ηλικίας 35-65 ετών, χωρίς διαβήτη, υπέρταση η υπερλιπιδαιμία. Όλα τα άτομα είχαν δείκτη στυτικής δυσλειτουργίας κάτω από 21.

Μετά δύο χρόνια δίαιτας και άσκησης η ομάδα που έχασε βάρος εμφάνισε βελτίωση του δείκτη στυτικής δυσλειτουργίας από 13,9 σε 17 ενώ στα άτομα που δεν έχασαν βάρος ο δείκτης δεν μεταβλήθηκε.

Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά η αλλαγή του τρόπου ζωής στους παχύσαρκους άνδρες με μείωση του βάρους και αύξηση της άσκησης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τη σεξουαλική λειτουργία σχεδόν στο ένα τρίτο απ’αυτούς.

 

Οι διαβητικοί τύπου 2 σε δίαιτα έχουν ψηλότερη γλυκόζη και αρτηριακή πίεση απ’ότι οι διαβητικοί σε θεραπεία με φάρμακα

Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 31ης Ιουλίου του περιοδικού Lancet,οι διαβητικοί τύπου 2 που θεραπεύονται μόνο με δίαιτα έχουν υψηλότερο σάκχαρο και περισσότερες επιπλοκές της νόσου από αυτούς που είναι σε φαρμακοθεραπεία.

Η μελέτη περιέλαβε 7870 ασθενείς με διαβήτη 2 .Απ’αυτούς το 31,3% θεραπευόταν μόνο με δίαιτα .Οι ασθενείς αυτοί ειχαν ψηλότερο σάκχαρο και περισσότερες επιπλοκές της νόσου, όπως υπέρταση,σε σύγκριση με αυτούς που ήταν σε φάρμακα.

Στη συγκεκριμμένη μελέτη το 38,4% των ασθενών σε δίαιτα είχαν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη πάνω από 7,5% σε σύγκριση μόνο με το 17,3% αυτών που έπαιρναν φάρμακα.

Η μελέτη συμπεραίνει ότι ένας αριθμός διαβητικών μπορεί αρχικά να θεραπεύεται μόνο με δίαιτα, η παρακολούθηση τους όμως για αύξηση της γλυκόζης, της χοληστερίνης η εμφάνισης επιπλοκών θα πρέπει να είναι αυστηρή, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των ασθενών αυτών δεν τηρούν τη δίαιτα που τους συνιστάται.
Η μαγνητική τομογραφία είναι πιο ευαίσθητη μέθοδος για τη διάγνωση καρκίνου του μαστού απ’ότι η μαστογραφία

Μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τεύχος της 29ης Ιουλίου 2004 του περιοδικού New England Journal of Medicine,έδειξε ότι η μαγνητική τομογραφία είναι πιο ευαίσθητη μέθοδος για τη πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που έχουν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.

Οι ερευνητές εξέτασαν 1.909 γυναίκες που ανήκαν σε ομάδα υψηλού κινδύνου χρησιμοποιώντας κλινική εξέταση κάθε 6 μήνες και μαστογραφία και μαγνητική τομογραφία κάθε χρόνο. Η μέση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 2,9 χρόνια.

Η ευαισθησία της διάγνωσης καρκίνου του μαστού ήταν 17,9% με τη κλινική εξέταση, 33,3% με τη μαστογραφία και 79,5% με τη μαγνητική τομογραφία.
Η αντίστοιχη ειδικότητα (δηλαδή το ποσοστό των αρχικά διαγνωσμένων σαν καρκίνων που απεδείχθη ότι ήσαν στη πραγματικότητα) ήταν αντίστοιχα 98,1% ,95% και 89,8%.

Συγκριτικά με τη μαστογραφία η γενική διαγνωστική δυνατότητα της μαγνητικής ήταν σαφώς ανώτερη.

Η χαμηλότερη ειδικότητα όμως της μαγνητικής οδήγησε σε διπλάσιες επιπρόσθετες εξετάσεις και 3 φορές περισσότερες βιοψίες απ’ότι η μαστογραφία.