Η άποψης μας – Μάρτιος 2007

Το καλοκαίρι στην Ελλάδα συνδέεται πάντα με καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Στη μνήμη μου έρχονται αξέχαστα καλοκαίρια περασμένων δεκαετιών που με επίκεντρο το «Φεστιβάλ Αθηνών» είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε υψηλού επιπέδου παραστάσεις κυρίως αρχαίου δράματος και κωμωδίας.

Με τον καιρό ο καλλιτεχνικός καλοκαιρινός οργασμός διαφοροποιήθηκε. Δεν ήταν ποια μόνο το Εθνικό θέατρο η ο Κούν ούτε μόνο το Ηρώδειο και η Επίδαυρος. Η Ελλάδα πλούτισε και οι υποδομές για πολιτιστικές εκδηλώσεις βελτιώθηκαν. Οι μετακλήσεις διάσημων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων και κυρίως πολυδάπανων παραγωγών αυξήθηκαν προοδευτικά έτσι ώστε τώρα οι εκδηλώσεις του καλοκαιριού να περιλαμβάνουν από όπερα και τζάζ μέχρι πρωτοποριακά μπαλέτα και φολκλορικά συγκροτήματα.

Ταυτόχρονα και η Ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή άρχισε να ανταγωνίζεται επάξια σε ποιότητα και ποικιλία τους προσκεκλημένους μας αλλοδαπούς. Η Ελλάδα βγήκε από τη πολιτιστική της εσωστρέφεια και χωρίς συμπλέγματα (δεν ήταν πιά μόνο η Κάλας και ο Μητρόπουλος) άρχισε να γυροφέρνει τα καλλιτεχνικά δρώμενα του κόσμου.

Ανασκοπώντας τη καλλιτεχνική ανάταση ,και ανάσταση, των τελευταίων χρόνων, νομίζω εύλογα δημιουργούνται τα ακόλουθα ερωτήματα.

Πρώτα αν αυτή η αξιόλογη καλλιτεχνική κίνηση προσφέρεται και είναι προσιτή ευρύτερα στο λαό μας. Δεύτερον αν αντιπροσωπεύει μια γενικότερη μορφωτική και πολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας μας και τρίτον αν αυτοαναιρείται μερικές φορές από το εθνικό μας σπόρ, δηλαδή την ηθική και επαγγελματική σπίλωση συμπατριωτών μας που είχαν την ατυχία να πετύχουν στο πόστο που τους ανέθεσε η πολιτεία να υπηρετήσουν.

Είναι γεγονός ότι η Αθήνα αποτελεί το επίκεντρο των εκδηλώσεων του πολιτιστικού καλοκαιριού μας ενώ μικρό μερίδιο καλλιτεχνικής ευωχίας μοιράζεται στις μεγαλύτερες επαρχιακές πόλεις όπως Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Κρήτη, Καλαμάτα.
Επιπρόσθετα τα εισιτήρια ,έστω και μη προνομιακών θέσεων, είναι συχνά πάνω από τις δυνατότητες του μέσου νοικοκυριού ενώ οι αυτόχθονες καλλιτεχνικές παραστάσεις της επαρχίας δεν επιδοτούνται σημαντικά από το Κράτος η ιδιωτικούς φορείς ( σε σύγκριση π.χ με το ποδόσφαιρο). Η τέχνη οποιασδήποτε μορφής θεωρείται πολυτέλεια και όχι ανάγκη για τη βελτίωση της καλλιέργειας, της αισθητικής μας αλλά και της ποιότητας της ζωής μας.

Η έστω όμως και στοχευμένη στους λίγους άνοδος της καλλιτεχνικής παραγωγής συνδέεται με ταυτόχρονη ανάπτυξη του συνολικότερου πολιτιστικού μας επιπέδου;
Δυστυχώς η ,παρά την αυξημένη κυκλοφορία , κατάταξη του Ελληνα στις τελευταίες θέσεις ανάγνωσης βιβλίων στις χώρες της Ευρωπαικής Ενωσης δεν συνηγορεί για αυτό. Αν προστεθεί σε αυτό η καθημερινή μας έκθεση σε τηλεοπτικές εκπομπές απίστευτης πνευματικής και καλλιτεχνικής ευτέλειας καθώς και ο εκχυδαισμός της πλουσιότατης και σημαντικότατης έντεχνης αλλά και λαικής μουσικής μας παραγωγής και παράδοσης από τα άσματα των μπουζουκομάγαζων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι και η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι αρνητική.

Τέλος η ενσυνείδητα ευχάριστη απασχόληση μας με την ακύρωση οποιασδήποτε προσπάθειας που γίνεται στο καλλιτεχνικό χώρο, και κυρίως σε κρατικά πολιτιστικά ιδρύματα, όπως ραδιόφωνο, τηλεόραση, θέατρο, λυρική σκηνή, για τη φυγή από τα κατεστημένα με σκοπό τη πρωτοπορία και καλλιτεχνική αναβάθμιση αναστέλλει τη πολιτιστική μας ανάπτυξη και κατεβάζει το επίπεδο της καλλιτεχνικής μας δημιουργίας.

Τα καλά νέα είναι ότι είμαστε Ελληνες, δημιουργοί, πρωτοπόροι, καλλιτέχνες. Τα κακά είναι ότι είμαστε Ελληνες, μίζεροι, ζηλόφθονες, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθητική.
Κώστας Φαινέκος