Η βιταμίνη D και η σημασία της στην υγεία μας

Ευαγγελία Κανάκη, Ενδοκρινολόγος
[email protected]
Η βιταμινη D ανήκει στην κατηγορία των λιποδιαλυτών βιταμινών. Διακρίνουμε δυο μορφές τη βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη) ζωικής προέλευσης και τη βιταμίνη D3 (εργοκαλσιφερόλη) φυτικής προέλευσης, που διαφέρουν στη χημική δομή και στις φαρμακοκινητικές τους ιδιότητες.

Η βιταμίνη D3 παράγεται στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVΒ 290-315mm).Aλλες πηγές βιταμίνης D είναι οι τροφές (βιταμίνη D2 – φυτικής προέλευσης και D3 – ζωικής προέλευσης).

Η παραγωγή της βιταμίνης D στο δέρμα, η οποία αποτελεί και το 70-80% της συνολικής ημερήσιας – το υπόλοιπο προκύπτει από τις τροφές- επηρεάζεται από πολλαπλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι η έκθεση στον ήλιο , η χρήση αντιηλιακών (αντιηλιακό με δείκτη προστασίας >8 περιορίζει εως και 90% τη σύνθεση βιταμίνης D), η ένδυση , η ποσότητα της μελανίνης (η μαύρη φυλή παρουσιάζει χαμηλότερα επίπεδα), η εποχή του έτους (σημαντική μείωση των τιμών της βιταμίνης D τους χειμερινούς μήνες), το γεωγραφικό πλάτος (αύξηση του γεωγραφικού πλάτους συνοδεύεται από σημαντικό περιορισμό της ικανότητας σύνθεσης), η ηλικία (μείωση της ικανότητας παραγωγής βιτ.D σε ηλικιωμένους), η παχυσαρκία (μειωμένη κινητοποίηση της βιτ. D από το λιπώδη ιστό.)

Η συμβολή της βιτ. D στη μυοσκελετική υγεία είναι σημαντική. Ηδη από την 17ο αιώνα λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της βιομηχανικής επανάστασης περιγράφηκαν οι χαρακτηριστικές σκελετικές διαταραχές της ραχίτιδας, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα επισημάνθηκε η σημασία της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία για την πρόληψη και θεραπεία της ραχίτιδας.

Η ραχίτιδα είναι το αποτέλεσμα της ένδειας (έλλειψης) βιτ. D κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Είναι νόσος του αναπτυσσόμενου σκελετού και χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση ή αδυναμία της επιμετάλλωσης του συζευτικού χόνδρου με συνέπεια τη διεύρυνση του και την εμφάνιση χαρακτηριστικών σκελετικών παραμορφώσεων.
Πέρα από τις αποδεδειγμένες σκελετικές δράσεις της βιταμίνης D , ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά με ραχίτιδα παρουσίαζαν εκτός από την σκελετική νόσο, σοβαρή μυϊκή αδυναμία, διαταραχές της οδοντοφυίας και αυξημένη συχνότητα λοιμώξεων του αναπνευστικού.

Επιπρόσθετα η έλλειψη βιτ D στους ενήλικους έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση

α) οστεομαλακίας και β) οστεοπόρωσης. Τα τελευταία χρόνια η έλλειψη βιτ. D στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας εχει συσχετισθεί με πολλά συμβάντα τόσο στη μητέρα οσο και στο έμβρυο-νεογνό. Ο επιπολασμός υποβιταμίνωσης D στη κύηση είναι ιδιαίτερα υψηλός παγκόσμια (18% εως και 80%) και έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης προεκλαψίας, πραγματοποίησης καισαρικής τομής , καθώς και χαμηλού σωματικού βάρους του νεογνού.

Το ινστιτούτο Υγείας προτείνει την πρόσληψη βιτ D 600IU/ ημερησίως ενώ η Αμερικανική ενδοκρινολογική εταιρεία εως και 1500IU/ ημερησίως.
Η αναγνώριση τις τελευταίες τρείς δεκαετίες ότι η βιτ D ασκεί σημαντικές δράσεις σε πολλαπλούς ιστούς πέρα των κλασσικών (δέρμα, παχύ έντερο, μαστό, πάγκρεας, εγκέφαλο, Τ και Β λεμφοκύτταρα και μακροφάγα) συνέδεσε την παρατήρηση της υποβιταμίνωσης B με σειρά νοσημάτων όπως τα νεοπλάσματα (καρκίνος μαστού, παχέος εντέρου, οισοφάγου, προστάτη, παγκρέατος), τα αυτοάνοσα νοσήματα (πολλαπλή σκλήρυνση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι), λοιμώξεις (φυματίωση), τα νοσήματα του δέρματος (ψωρίαση), νοσήματα μεταβολισμού (σακχ.διαβήτης τύπου 2) και καρδιαγγειακά νοσήματα.

Η αντιμετώπιση της έλλειψης βιτ. D περιλαμβάνει 2 φάσεις, με πρώτη την αποκατάσταση της έλλειψης/ανεπάρκειας και δεύτερη τη μακροχρόνια διατήρηση ιδανικών επιπέδων (>30ng/ml)