Καρκίνος του Θυρεοειδούς

Ανδρομάχη Βρυωνίδου-Μπομποτά
Αναπλ. Διευθύντρια Ενδοκρινολογικού Τμήματος
Νοσοκομείου «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο ΕΕΣ»

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα αποτελεί τον συχνότερο ενδοκρινικό καρκίνο και μόλις το 1% όλων των κακοήθων νεοπλασιών του ανθρώπου. Ο επιπολασμός της νόσου στον ελληνικό πληθυσμό υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 15.000 άτομα περίπου, με θανάτους 20-40 άτομα το χρόνο και με τάση αύξησης της συχνότητας του τα τελευταία χρόνια.
Ο θυρεοειδικός καρκίνος είναι συχνότερος στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες με σχέση 3:1. Σε αντίθεση με άλλους καρκίνους, είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών θεραπεύσιμος. Υπάρχουν διάφοροι τύποι θυρεοειδικού καρκίνου αλλά ο συχνότερος και καλύτερης πρόγνωσης είναι το θυλακιοκυτταρικό καρκίνωμα (> 90%) ενώ άλλοι σπάνιοι τύποι είναι το μυελοειδές, το λέμφωμα και το αναπλαστικό καρκίνωμα θυρεοειδούς.
Ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός που οδηγεί στη δημιουργία του θυρεοειδικού καρκίνου δεν είναι γνωστός, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε καρκίνο. Η ανάπτυξη του επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς (ιωδοπενία, εξωτερική ακτινοβολία), γενετικούς και ορμονικούς παράγοντες και ορισμένοι τύποι συνδυάζονται με άλλα οικογενή νεοπλασματικά σύνδρομα όπως της πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 (ΜΕΝ 2).
Διάφορα ογκογονίδια όπως το RAS, το RET, το RET/PTC, το BRAF και το p53 έχουν ενοχοποιηθεί για την καρκινογένεση στον θυρεοειδή. Στη καθημέρα πράξη όμως, τα ογκογονίδια αυτά δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως προγνωστικοί δείκτες επειδή η συχνότητα τους στον καρκίνο του θυρεοειδούς ποικίλλει στους διαφόρους πληθυσμούς και αντανακλά τους διαφορετικούς γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιδρούν στην καρκινογένεση.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς συνήθως δεν προκαλεί πόνο και σπάνια εμφανίζει συμπτώματα. Στις μισές περίπου των περιπτώσεων ανιχνεύεται τυχαία, κατά τη διάρκεια ελέγχου ρουτίνας ή ελέγχου για άσχετα προβλήματα υγείας. Συχνά, ανευρίσκεται από τον ίδιο τον ασθενή που αντιλαμβάνεται κάποια διόγκωση στη περιοχή του θυρεοειδούς.
Η ανεύρεση όζων στο θυρεοειδή με την απλή ψηλάφηση είναι συχνή και αυξάνει με την ηλικία. Υπολογίζεται πως σε πληθυσμούς της Ευρώπης και των ΗΠΑ διαπιστώνεται ψηλαφητικά η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων όζων σε ποσοστό 0,8-1,5% των ανδρών και 5,3-6,4% των γυναικών. Ο κίνδυνος κακοήθειας στους ψηλαφητούς όζους κυμαίνεται μεταξύ 2-3% σε περιοχές με ιωδοπενία και 4-8% σε περιοχές χωρίς ιωδοπενία. Τελευταία έχει δειχθεί, ότι ο κίνδυνος κακοήθειας είναι παρόμοιος σε ασθενείς με μονήρη συμπαγή όζο και σε αυτούς με πολυοζώδη βρογχοκήλη (πολλαπλοί όζοι).

Πως γίνεται η διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς;

Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων αναπτύσσουν θυρεοειδικούς όζους κατά την διάρκεια της ζωής τους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μικροί και στερούνται κλινικής σημασίας. Παρόλα αυτά επειδή λίγοι από αυτούς κρύβουν κακοήθεια, η διαγνωστική προσέγγιση για τον αποκλεισμό καρκίνου αποτελεί συχνό και σημαντικό κλινικό πρόβλημα.
Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με θυρεοειδικό καρκίνο έχουν φυσιολογικό μεταβολισμό και φυσιολογικές θυρεοειδικές ορμόνες (Τ4, Τ3 και ΤSH). Δεν υπάρχουν ειδικοί βιοχημικοί δείκτες που να διαχωρίζουν τους καλοήθεις από τους κακοήθεις όζους του θυρεοειδούς εκτός από τη τιμή της καλσιτονίνης, η οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να προσδιορίζεται προεγχειρητικά στις περιπτώσεις οικογενούς μυελοειδούς καρκινώματος. Η θυρεοσφαιρίνη, μια ορμόνη που παράγεται από τα θυρεοειδικά θυλάκια δεν είναι διαγνωστική κακοήθειας προεγχειρητικά, όμως αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτης παρακολούθησης των θυλακιοκυτταρικών καρκινωμάτων μετά τη χειρουργική αφαίρεση του αδένα και την καταστροφή των υπολειμμάτων με ραδιενεργό ιώδιο.
Το υπερηχογράφημα είναι μια ακίνδυνη και ανώδυνη εξέταση που χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως για την επιβεβαίωση της ύπαρξης οζιδίων στο θυρεοειδή, τον ακριβή υπολογισμό του μεγέθους και της σύστασης αυτών και τον εντοπισμό πιθανά διογκωμένων λεμφαδένων στη περιοχή του τραχήλου.
Τα χαρακτηριστικά ενός όζου που είναι ύποπτος για κακοήθεια περιλαμβάνουν τα ασαφή όρια, την υποηχογένεια, τις μικροαποτιτανώσεις, την αυξημένη εσωτερική αγγείωση και την παρουσία σύστοιχης λεμφαδενοπάθειας.
Η κυτταρολογική εξέταση των επιχρισμάτων των όζων του θυρεοειδούς μετά από βιοψία με λεπτή βελόνα (FNA), αποτελεί την καλύτερη διαγνωστική δοκιμασία για την ύπαρξη κακοήθειας. Σε μη ψηλαφητούς όζους (<1cm) ή σε όζους με μικτή σύσταση (κυστική και συμπαγή) η FNA γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, γεγονός που την καθιστά ακόμα πιο ευαίσθητη. Η ευαισθησία της μεθόδου κυμαίνεται από 57-98% και η ειδικότητα από 70-100%. Τα ποσοστά ψευδώς θετικών διαγνώσεων κυμαίνονται από 0-4%, των δε ψευδώς αρνητικών από 1-11%. Το σπινθηρογράφημα σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα στη διερεύνηση των όζων του θυρεοειδούς.

Παράγοντες που συνηγορούν στην παρουσία κακοήθειας του θυρεοειδούς

Θετικό οικογενειακό ιστορικό
Ηλικία < 20 ή > 60 ετών
Φύλο άνδρες > γυναίκες
Ιστορικό ακτινοβολίας στο τράχηλο
Γρήγορη ανάπτυξη του όζου ή αύξηση αυτού υπό αγωγή με θυροξίνη
Πόνος ή πιεστικά φαινόμενα (δυσφαγία, βράγχος φωνής, δύσπνοια)
Κλινικά ευθυρεοειδισμός ή TSH φυσιολογική
Μονήρης όζος > πολλαπλοί όζοι
Σκληρός, μεγάλος και με ασαφή όρια όζος
Παρουσία τραχηλικών λεμφαδένων
Ποιοι είναι οι τύποι του καρκίνου του θυρεοειδούς;

Η ταξινόμηση του θυρεοειδικού καρκίνου με βάση την ιστογένεση και τη διαφοροποίηση περιλαμβάνει τους όγκους με θυλακιοκυτταρική διαφοροποίηση, τους όγκους με διαφοροποίηση του C-κυττάρου και τους μικτούς. Τα κακοήθη νεοπλάσματα του θυρεοειδούς διακρίνονται παραπέρα σε καλά διαφοροποιημένα (θηλώδη, θυλακιώδη, μυελοειδή), σε χαμηλής διαφοροποίησης, αδιαφοροποίητα και άλλα σπάνια όπως το πρωτοπαθές λέμφωμα, το σάρκωμα, το μεταστατικό καρκίνωμα κ.ά.

1. Θυλακιοκυτταρικό καρκίνωμα
Περιλαμβάνει το θηλώδες και το θυλακιώδες καρκίνωμα και είναι οι πιο συνήθεις κακοήθειες του θυρεοειδούς, αφού αποτελούν ποσοστό άνω του 90% του συνόλου των θυρεοειδικών καρκινωμάτων. Η πρόγνωση είναι άριστη, αν γίνει έγκαιρη διάγνωση και σωστή αντιμετώπισή τους με εγχείρηση και χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου εξαρχής και το ποσοστό θανάτων είναι πολύ χαμηλό (< 1%).
Α) Θηλώδες καρκίνωμα: Αποτελεί το συχνότερο κακόηθες νεόπλασμα του θυρεοειδούς (80%) σε περιοχές με επάρκεια ιωδίου και συνδέεται περισσότερο στενά με την έκθεση σε εξωτερική ακτινοβολία ή σε ραδιενεργό σκόνη (ατύχημα του Chernobyl). Εμφανίζεται είτε με τη μορφή μονήρους «ψυχρού» όζου, είτε στα πλαίσια μιας πολυοζώδους βρογχοκήλης, χωρίς ιδιαίτερες κλινικές εκδηλώσεις. Είναι συχνότερο στις γυναίκες από τους άνδρες και εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία με μέση ηλικία εμφάνισης περίπου τα 40 έτη. Το θηλώδες καρκίνωμα μπορεί να είναι πολυεστιακό σε ποσοστό 20-25%, συχνά διηθεί τα λεμφαγγεία με αποτέλεσμα στο 1/3 των ασθενών να υπάρχει επινέμηση και διόγκωση των επιχώριων τραχηλικών λεμφαδένων ενώ η αιματογενής διασπορά είναι σπάνια. Η κλινική πορεία μπορεί να είναι μακροχρόνια, με εμφάνιση υποτροπής πολλά χρόνια μετά την αρχική εμφάνιση της νόσου. Διακρίνονται διάφοροι ιστολογικοί τύποι του θηλώδους καρκινώματος όπως το κοινό θηλώδες (το πιο συχνό), το μικροκαρκίνωμα: (occult ή κρυφό κλινικό, με μέγεθος <1 εκ και την καλύτερη πρόγνωση), η ποικιλία με κάψα (encapsulated), ο θυλακιώδης τύπος (follicular variant), ο διάχυτα σκληρυντικός (diffuse sclerosing),ο τύπος με υψηλά κύτταρα (tall cell variant) και ο τύπος με κυλινδρικά κύτταρα (columnar cell variant). Οι τρεις τελευταία τύποι καρκινώματος είναι πιο επιθετικοί και ως εκ τούτου έχουν χειρότερη πρόγνωση.
Από μια πρόσφατη ελληνική μελέτη, βρέθηκε ότι το 50% των θηλωδών καρκινωμάτων αφορούν μικροκαρκινώματα τα οποία είναι κατά κανόνα τυχαίο εύρημα και ενδεχομένως στερούνται κλινικής σημασίας.

Β) Θυλακιώδες καρκίνωμα: Είναι λιγότερο συχνό από το θηλώδες (5-15% σε περιοχές με περίσσεια
ιωδίου, 25-40% σε ιωδοπενικές περιοχές). Στη χώρα μας, η ιωδίωση του αλατιού τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε σε μείωση της συχνότητας του θυλακιώδους καρκινώματος και αύξηση του θηλώδους. Εμφανίζεται σε ηλικίες μεγαλύτερες των 50 ετών, συνήθως με τη μορφή μονήρους «ψυχρού» όζου. Η πρόγνωση του είναι χειρότερη από το θηλώδες γιατί δίνει συχνότερα μεταστάσεις αιματογενώς κυρίως στα οστά και στους πνεύμονες, που μπορεί να αποτελούν και την πρώτη εκδήλωση της νόσου σε ποσοστό 15-20%. Διακρίνονται δύο βασικοί τύποι του θυλακιώδους καρκινώματος, αυτό με ελάχιστη διήθηση (minimally invasive) και εκείνο με ευρεία διήθηση (widely invasive) και με επιθετικότερη συμπεριφορά.
2. Καρκίνωμα από κύτταρα Hurthle: Σχετικά σπάνιος όγκος με ειδική ιστολογική εικόνα και μοναδική βιολογική συμπεριφορά. Εμφανίζεται σε ηλικία μεγαλύτερη των 60 ετών. Χορηγεί μεταστάσεις κυρίως αιματογενώς αλλά υπάρχει πρόβλημα στην θεραπευτική του αντιμετώπιση διότι παρόλο που παράγει θυρεοσφαιρίνη δεν προσλαμβάνει το ραδιενεργό ιώδιο και επομένως η πρόγνωση του είναι χειρότερη από το θυλακιοκυτταρικό.
3. Mυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς (ΜΚΘ): Αποτελεί το 5-10% των θυρεοειδικών καρκινωμάτων και προέρχεται από τα παραθυλακιώδη ή κύτταρα-C, τα οποία εκκρίνουν σε φυσιολογικές συνθήκες την ορμόνη καλσιτονίνη. Παρουσιάζεται συνήθως σε άτομα μέσης ηλικίας σαν μονήρης, ανώδυνος, σκληρός όζος. Διογκωμένοι τραχηλικοί λεμφαδένες συνυπάρχουν στο 50% των ασθενών κατά τον χρόνο της διάγνωσης ενώ μακρινές μεταστάσεις στους πνεύμονες, ήπαρ και οστά μπορεί να εμφανιστούν σε ποσοστό μέχρι και 10%. Τοπικά φαινόμενα από το μέγεθος της αρχικής μάζας, όπως δυσφαγία ή πάρεση κάτω λαρυγγικού είναι σπάνια.
Το ΜΚΘ συναντάται σε ποσοστό75% σαν σποραδικό και 25% στην οικογενή μορφή, συνήθως στα πλαίσια του συνδρόμου πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας τύπου 2 (ΜΕΝ 2). Στις περιπτώσεις αυτές το ΜΚΘ είναι κατά κανόνα αμφοτερόπλευρο και προηγείται στάδιο υπερπλασίας των κυττάρων C. Τα σποραδικά έχουν συνήθως βαρύτερη πρόγνωση από τα οικογενή. Τα ΜΚΘ εκκρίνουν καλσιτονίνη η οποία αποτελεί πολύτιμο δείκτη παρακολούθησης της εξέλιξης του ΜΚΘ και χρησιμεύει ακόμα για την προκλινική ανίχνευση των φορέων στις οικογενείς μορφές της νόσου.
Υπάρχουν 3 υποκατηγορίες του οικογενούς ΜΚΘ, το ΜΕΝ-2α, όπου συνυπάρχει φαιοχρωμοκύττωμα (50%) και υπερπαραθυρεοειδισμός (10-40%), το ΜΕΝ-2β, όπου πλην του φαιοχρωμοκυττώματος,
συνυπάρχουν υποβλεννογόνια νευρινώματα και υπερπλασία των γαγγλίων του εντερικού σωλήνα και
το οικογενές, στο οποίο δεν υπάρχουν άλλα νεοπλάσματα. Και τα τρία σύνδρομα κληρονομούνται
με τον σωματικό επικρατούντα χαρακτήρα και το υπεύθυνο γονίδιο για την μεταβίβασή τους βρίσκεται
στα βραχέα σκέλη του χρωμοσώματος 10. Όταν η μετάλλαξη έχει χαρακτηρισθεί σε μια οικογένεια, η
αξιοπιστία της γενετικής δοκιμασίας είναι 100%. Έτσι, οι αρνητικοί συγγενείς ασθενών απαλλάσσονται 100% από παραπέρα ελέγχους ενώ στη περίπτωση θετικού αποτελέσματος συνιστάται προφυλακτική θυρεοειδεκτομή ήδη από της ηλικίας των 5-10 ετών.
Η 10ετής επιβίωση στο ΜΚΘ είναι 40-60% . Η οικογενής μορφή έχει καλύτερη πρόγνωση. Στο ΜΚΘ ο θάνατος συνήθως επέρχεται από εκτεταμένες μεταστάσεις, οι οποίες αφορούν κυρίως τους τραχηλικούς λεμφαδένες και το μεσοθωράκιο και ακολουθούν οι πνεύμονες, ήπαρ και οστά. Η μόνη αποτελεσματική θεραπεία είναι η χειρουργική, η οποία αφορά σε ολική θυρεοειδεκτομή και ριζικό λεμφαδενικό τραχηλικό καθαρισμό. Η παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου γίνεται με μέτρηση της καλσιτονίνης και του καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου καθώς και απεικονιστικό έλεγχο .
Η εξωτερική ακτινοβολία και η χημειοθεραπεία που έχουν εφαρμοστεί σε περιπτώσεις εκτεταμένης νόσου δεν έχουν δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Τελευταία χρησιμοποιούνται σε ερευνητικό επίπεδο καινούριες κατηγορίες φαρμάκων (αναστολείς τυροσινικών κινασών) με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
4. Αδιαφοροποίητο (anaplastic) καρκίνωμα θυρεοειδούς: Αποτελεί την πιο επιθετική μορφή καρκίνου του θυρεοειδούς με συχνότητα εμφάνισης < 3% του συνόλου των καρκινωμάτων. Εμφανίζεται σε άτομα μεγάλης ηλικίας (>60 χρ.), συχνότερα σε περιοχές με ενδημική βρογχοκήλη συνήθως σαν ταχέως αναπτυσσόμενη σκληρή μάζα με επέκταση στον τράχηλο, με δύσπνοια, δυσφαγία και τοπική ευαισθησία. Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Η εξέλιξη είναι ταχύτατη, με γενικευμένες μεταστάσεις και η επιβίωση κυμαίνεται από 6-18 μήνες.

Πως αντιμετωπίζεται σήμερα ο καρκίνος του θυρεοειδούς;

Παρόλο που το διαφοροποιημένο καρκίνωμα θυρεοειδούς (θηλώδες και θυλακιώδες) έχει συνήθως άριστη πρόγνωση, η εξέλιξη της νόσου εξαρτάται από τη σωστή διάγνωση και τη σωστή αρχική θεραπευτική αντιμετώπιση. Η αρχική θεραπεία συνίσταται στην χειρουργική αφαίρεση του θυρεοειδούς και στην συμπληρωματική χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου για την καταστροφή των θυρεοειδικών υπολειμμάτων. Για τους περισσότερους ενδοκρινολόγους, η σχεδόν ολική ή ολική θυρεοειδεκτομή αποτελεί την επέμβαση εκλογής γιατί εξασφαλίζει αποδεδειγμένα αυξημένο ποσοστό επιβίωσης των ασθενών, χαμηλότερο ποσοστό υποτροπών της νόσου και μεγαλύτερη διαγνωστική αξία στη μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης κατά την παρακολούθηση των ασθενών για εμμονή ή υποτροπή της νόσου. Μετά την αρχική αντιμετώπιση, χορηγείται θυροξίνη εφόρου ζωής και σε δοσολογία τέτοια ώστε η TSH να βρίσκεται κάτω από τα κατώτερα όρια της μεθόδου μέτρησης (θεραπεία αναστολής).
Τα θηλώδη και θυλακιώδη καρκινώματα προερχόμενα από τα θυλακιώδη κύτταρα του θυρεοειδούς διατηρούν σε μεγάλο ποσοστό τις ιδιότητες των φυσιολογικών θυρεοειδικών κυττάρων, δηλαδή προσλαμβάνουν ιώδιο και μπορούν να συνθέτουν και να εκκρίνουν θυρεοσφαιρίνη. Με βάση τις δύο αυτές ιδιότητές τους, μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά σε μεγάλο ποσοστό με την χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου μετά την εγχείρηση, για την καταστροφή των θυρεοειδικών υπολειμμάτων αλλά και για την αντιμετώπιση των μεταστάσεων. Ακόμα, διευκολύνει την παρακολούθηση των αρρώστων μετά την αρχική θεραπεία, με το ολόσωμο σπινθηρογράφημα και τις μετρήσεις της θυρεοσφαιρίνης. Οι μοναδικές περιπτώσεις που δεν χορηγείται ραδιενεργό ιώδιο, είναι τα θηλώδη μικροκαρκινώματα. Σε σειρές με μακροχρόνια παρακολούθηση μικροκαρκινωμάτων η παρουσία υποτροπών αναφέρεται εξαιρετικά σπάνια με αποτέλεσμα να έχουν άριστη πρόγνωση.
Η παρακολούθηση των αρρώστων μετά την αρχική αντιμετώπιση είναι αναγκαία και γίνεται με την μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης (Tg). Εκτεταμένες μελέτες έχουν δείξει ότι η θυρεοσφαιρίνη αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο δείκτη για την διερεύνηση υποτροπής ή μεταστατικής νόσου στους ασθενείς με διαφοροποιημένο καρκίνωμα θυρεοειδούς (πλην του μυελοειδούς που χρησιμοποιείται η καλσιτονίνη). Προβλήματα στη διερεύνηση για την παρουσία ή απουσία ενεργού νόσου προκαλεί η παρουσία αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων, τα οποία παρεμβαίνουν στη μέτρηση αυτής και μπορεί να δώσουν συνήθως ψευδώς χαμηλότερα ή και ψευδώς υψηλότερα επίπεδα θυρεοσφαιρίνης.
Εκτός της θυρεοσφαιρίνης, η παρακολούθηση του καρκίνου του θυρεοειδούς όσον αφορά την παρουσία τοπικής υποτροπής ή μακρινών μεταστάσεων γίνεται με απεικονιστικές μεθόδους, όπως το υπερηχογράφημα τραχήλου, το ολόσωμο σπινθηρογράφημα σώματος με ραδιενεργό ιώδιο, την αξονική τομογραφία και το σπινθηρογράφημα οστών.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται και η ανθρώπινη ανασυνδυασμένη θυρεοτρόπος ορμόνη (rhTSH), τόσο για την παρακολούθηση των ασθενών με διαφοροποιημένο θυλακιοκυτταρικό καρκίνωμα του θυρεοειδούς όσο και για τη χορήγηση θεραπείας με ραδιενεργό ιώδιο. Το πλεονέκτημα της χορήγησης rhTSH κατά την παρακολούθηση είναι ότι αποφεύγονται οι δυσμενείς συνέπειες της διακοπής της θεραπείας αναστολής με θυροξίνη δηλαδή τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού και η επίπτωσή τους στην λειτουργία ζωτικών οργάνων όπως ο εγκέφαλος, η καρδιά, το ήπαρ και οι νεφροί ενώ δεν επηρεάζεται η ποιότητα ζωής και η καθημερινότητα των ασθενών. Ακόμα, η rhTSH χορηγείται σε ασθενείς με σοβαρή μεταστατική νόσο όπου η λήψη ραδιενεργού ιωδίου μπορεί να είναι αρκετά συχνή ή σε ασθενείς μεγάλης ηλικίας με άλλη σοβαρή νόσο (καρδιακή ή αναπνευστική ανεπάρκεια) στους οποίους οι επιπτώσεις του υποθυρεοειδισμού μπορεί να είναι μοιραίες.
Οι παρενέργειες της χορήγησης της rhTSH είναι ελάχιστες (παροδική κεφαλαλγία και ναυτία) και το σύνολο των ασθενών προτιμά την χρησιμοποίηση της rhTSH έναντι της διακοπής της θεραπείας αναστολής με θυροξίνη.
Τέλος, στις περιπτώσεις εκτεταμένου ή ανθεκτικού στο ραδιενεργό ιώδιο διαφοροποιημένου θυρεοειδικού καρκινώματος και όπου οι συμβατικές θεραπείες έχουν περιορισμένη ικανότητα, καινούργιες θεραπείες βρίσκονται υπό δοκιμή. Οι θεραπείες αυτές στοχεύουν στη πρωταρχική γονιδιακή αλλαγή που ενέχεται στην καρκινογένεση ή στην αναστολή παραγόντων που συμβάλλουν στην αύξηση και τη διηθητική ικανότητα του όγκου.

Συμπεράσματα

  • ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι η συχνότερη ενδοκρινολογική κακοήθης νεοπλασία
  • ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων αναπτύσσουν θυρεοειδικούς όζους κατά την διάρκεια της ζωής τους αλλά λίγοι από αυτούς κρύβουν κακοήθεια
  • τα άτομα με ιστορικό ακτινοβολίας στη περιοχή του τραχήλου ή θετικό κληρονομικό ιστορικό θα πρέπει να ελέγχονται από ειδικό γιατρό (ενδοκρινολόγο) τόσο για τη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς όσο και για τη παρουσία οζιδίων στον αδένα
  • το υπερηχογράφημα και η κυτταρολογική εξέταση των επιχρισμάτων των όζων του θυρεοειδούς μετά από βιοψία με λεπτή βελόνα αποτελούν τις καλύτερες διαγνωστικές δοκιμασίες για την ύπαρξη κακοήθειας 
  • η θεραπευτική αντιμετώπιση και η εξέλιξη του διαφοροποιημένου θυρεοειδικού καρκίνου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η αρχική επέκταση της νόσου, η ηλικία εμφάνισης και η παρουσία ή όχι μεταστάσεων 
  • η θυρεοσφαιρίνη είναι ο πλέον αξιόπιστος δείκτης για την παρακολούθηση των ασθενών με θυλακιοκυτταρικό καρκίνωμα θυρεοειδούς 
  • η καλσιτονίνη είναι ο καλύτερος δείκτης τόσο για τη προκλινική διάγνωση όσο και για τη μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών με μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς 
  • η πρόγνωση του θυρεοειδικού καρκίνου είναι άριστη εκτός από τις περιπτώσεις ασθενών με εξαρχής εκτεταμένη νόσο και τις περιπτώσεις μυελοειδούς ή αδιαφοροποίητου καρκινώματος οι οποίες ευτυχώς είναι σπάνιες