Παιδική και εφηβική παχυσαρκία

Η επίπτωση της παιδικής παχυσαρκίας έχει αυξηθεί με αλματώδεις ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Το 1974 το 7% των παιδιών στις ΗΠΑ ηλικίας 12-19 ετών ήταν υπέρβαρα ενώ το 2002 το ποσοστό είχε ανέβει στο 16%. Παρόμοια νούμερα αναφέρονται και σε στατιστικές από άλλες χώρες. Η παιδική παχυσαρκία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Επηρεάζει το αναπνευστικό, γαστρεντερικό, μυοσκελετικό, νευρολογικό, καρδιοκυκλοφορικό και ενδοκρινικό σύστημα. Η άπνοια του ύπνου και το άσθμα είναι πιο συχνά στα παχύσαρκα παιδιά. Ο διαβήτης τύπου 2, που παλαιότερα εμφανιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην ώριμη ηλικία, τώρα έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας στα παχύσαρκα παιδιά. Στο παιδιατρικό νοσοκομείο της Φιλαδέλφεια στις ΗΠΑ το 40% των περιπτώσεων πρωτοδιαγνωσμένου διαβήτη είναι τύπου 2 ενώ πριν 25 χρόνια αποτελούσε σπανιότητα.΄Η παιδική παχυσαρκία πέρα από τη νοσηρότητα που προκαλεί στα παιδιά και εφήβους προδιαθέτει για προβλήματα υγείας στη ενήλικη ζωή διότι πολύ δύσκολα εξαλείφεται όταν έχει ηδη εγκατασταθεί από τη παιδική ηλικία

Τα αίτια που οδηγούν στη παθολογική αύξηση του βάρους στα παιδιά δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτά στους ενήλικες αν και ο ρόλος της οικογένειας στη πρώτη περίπτωση είναι καθοριστικός. Πέρα από τα κληρονομικά αίτια ο τρόπος ζωής των παιδιών με τα ακατάστατα πλούσια σε θερμίδες και λιπαρά γεύματα εμπλουτισμένα με σακχαρούχα αναψυκτικά και διάφορα γλυκίσματα ,όπως και η έλλειψη τακτικής φυσικής άσκησης, με κύριους ενόχους τον υπολογιστή και τη τηλεόραση, αυξάνουν το σωματικό λίπος . Η εντατικοποίηση της εκπαίδευσης με αυξημένες ώρες μελέτης και το συνοδό άγχος που πολλές φορές βρίσκει ανακούφιση στο ψυγείο επιδεινώνουν το πρόβλημα.

Ένα σημαντικό πρόβλημα στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας είναι η άρνηση η αδυναμία των γονέων να αναγνωρίσουν το πρόβλημα. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται κυρίως στις μικρότερες ηλικίες (κάτω των 8 ετών) ενώ από 9-17 γίνεται πιο εύκολα αποδεκτό από τους γονείς.

Η δυσκολία πρόσβασης σε μεγάλα καταστήματα τροφίμων με μεγαλύτερη ποικιλία προιόντων, το υψηλότερο κόστος των «υγιεινών τροφίμων» όπως ψάρια, λαχανικά, κοτόπουλο, άπαχο κρέας, φρούτα, η πλήξη, η κατάθλιψη και η θεώρηση της παχυσαρκίας πολιτιστικά και κοινωνικά σαν «φυσιολογικής» κατάσταση λόγω της συχνότητάς της στο πληθυσμό αποτελούν σημαντικά εμπόδια στη πρόληψη και αντιμετώπισή της.

Θα πρέπει να τονισθεί ότι μια ομάδα παραγόντων κινδύνου, όπως η αύξηση της περιμέτρου της μέσης, η αρτηριακή υπέρταση, η άυξηση των τριγλυκεριδίων, η μείωση της καλής χοληστερίνης (HDL) και η αύξηση της γλυκόζης στο αίμα που περιγράφονται σαν μεταβολικό σύνδρομο και που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε προνόμιο των ενηλίκων παχυσάρκων , έχει τα τελευταία χρόνια εμφανισθεί στα παιδιά και εφήβους. Η συχνότητα του διαφέρει ανάλογα με την εθνικότητα και τη βαρύτητα της παχυσαρκίας. Ετσι ενώ σε παιδιά φυσιολογικού βάρους απαντάται σε ένα ποσοστό περίπου 5% , σε υπέρβαρα παιδιά αυξάνεται στο 30% και στα παχύσαρκα μπορεί να φθάσει το 40%.

Τα παιδιά αυτά εμφανίζουν αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη και οι πιθανότητες να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα στην ενήλικη ζωή τους πολλαπλασιάζονται. Το μεταβολικό σύνδρομο στα παιδιά σχετίζεται με μεγάλη κατανάλωση σακχαρούχων τροφίμων, χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών, υπερφαγία και έλλειψη φυσικής άσκησης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά τη διάγνωση της παχυσαρκίας όπως και του μεταβολικού συνδρόμου στα παιδιά και εφήβους, που τεκμηριώνεται με βάση ειδικούς πίνακες από το παιδίατρο η ενδοκρινολόγο, χρειάζεται άμεση παρέμβαση για την αντιμετώπισή τους.

Εχει αποδειχθεί ότι η απλή χορήγηση ενός διαιτολογίου και μερικών γενικών συμβουλών περί τρόπου ζωής σχεδόν ουδέποτε αποδίδει καρπούς. Η αντιμετώπιση πρέπει να γίνει με έμφαση της τροποποίησης της συμπεριφοράς του ασθενούς με βάση τη στήριξη και συνεργασία από την οικογένεια και αν χρειασθεί και με συνοδό φαρμακευτική θεραπεία

Η τροποποίηση της συμπεριφοράς στην ουσία αποτελεί αλλαγή του τρόπου ζωής. Ο νεαρός παχύσαρκος με συστηματική εκπαίδευση και κυρίως τακτική παρακολούθηση από το γιατρό του σε συνεργασία με διαιτολόγο και πιθανόν ψυχολόγο η και κοινωνικό λειτουργό μαθαίνει να αλλάζει συνήθειες σε ένα δυσμενές περιβάλλον όπου η υπερφαγία και η αποφυγή φυσικής δραστηριότητας είναι κοινωνικά αποδεκτά.

Μετά από μια αρχική αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του από το γιατρό και των διατροφικών του συνηθειών από διαιτολόγο αρχίζει να εκπαιδεύεται στη διατροφική αξία των τροφίμων, τη σύνθεση και τη θερμιδική τους αξία, τη σωστή συχνότητα και κατανομή των γευμάτων, και τον υγιεινό τρόπο μαγειρέματος και συντήρησης τους. Υποχρεώνεται επίσης να καταγράφει τη καθημερινή πρόσληψη τροφίμων σε ημερολόγιο και φυσικά να ακολουθεί ένα συστηματικό πρόγραμμα καθημερινής φυσικής άσκησης σαν απαραίτητο μέρος του συνολικού θεραπευτικού προγράμματος

Η διάρκεια της θεραπείας δεν πρέπει να είναι λιγότερη από 6 μήνες και θεωρείται επιτυχία αν χάσει ένα 10% του αρχικού του βάρους.

Η φαρμακοθεραπεία, στις περισσότερες χώρες του Κόσμου αλλά και στην Ελλάδα, συνίσταται στη χορήγηση δύο σκευασμάτων της Ορλιστάτης (Xenical) και της Σιμπουτραμίνης (Reductil).

Η Ορλιστάτη αναστέλλει τη δράση ενός ενζύμου, της λιπάσης, που διασπά τα λίπη πριν την απορρόφησή τους στο έντερο, και έτσι προκαλεί αποβολή περίπου του 1/3 του λίπους που προσλαμβάνεται με τη τροφή. Σε μια πρόσφατη μελέτη σε 500 εφήβους με δείκτη μάζας σώματος (βάρος/τετράγωνο ύψους-ΔΜΣ) πάνω από 36 που διάρκεσε 52 εβδομάδες η ομάδα που ακολουθούσε δίαιτα και έπαιρνε και Ορλιστάτη διατήρησε την απώλεια βάρους (+ 0,5 κιλό) ενώ η ομάδα σε δίαιτα και εικονικό φάρμακο ξαναπήρε τα κιλά που είχε χάσει μόνο με τη δίαιτα (+3,1 κιλά)

Η Σιμπουτραμίνη ,που μπορεί να χορηγηθεί σε άτομα άνω των 16 ετών σε συνδυασμό με τροποποίηση συμπεριφοράς, δρά κεντρικά στον εγκέφαλο και επηρεάζει το αίσθημα της πείνας. Σε μια πρόσφατη μελέτη διάρκειας 6 μηνών σε εφήβους η χορήγηση σιμπουτραμίνης σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα τροποποίησης συμπεριφοράς με οικογενειακή στήριξη προκάλεσε μείωση του ΔΜΣ
κατά 8,5% ενώ η ομάδα των παιδιών που εφάρμοσε μόνο το πρόγραμμα τροποποίησης συμπεριφοράς έχασε 4% του αρχικού ΔΜΣ.

Η εφαρμογή χειρουργικών μεθόδων για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας αν και γενικά δε συνιστάται δεν αποκλείεται. Η γαστροπλαστική, η εντερική αναστόμωση και το bypass, όπως και η εφαρμογή δακτυλίων είναι μέθοδοι που έχουν κατά καιρούς εφαρμοσθεί σε περιπτώσεις βαρειάς παχυσαρκίας με μικτά αποτελέσματα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα τους.

Ανεξάρτητα όμως από το είδος και τη διάρκεια της θεραπείας που εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη πρόληψη. Εκεί το μεγάλο ρόλο θα παίξει το σχολείο και η οικογένεια. Η αλλαγή διατροφικών συνηθειών δεν μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο από το παιδί η τον έφηβο αν δεν αλλάξουν πρώτα τρόπο ζωής και διατροφικές συνήθειες τα μέλη που απαρτίζουν την οικογένεια του ασθενούς και αν δε δεχθεί θετικά μηνύματα από το ευρύτερο κοινωνικό του περίγυρο. Αν και επιστημονικά ατεκμηρίωτο κοινωνικά τουλάχιστον είναι αποδεδειγμένο ότι η παχυσαρκία είναι μεταδοτικό νόσημα.