Ποιος ο ρόλος της σύστασης του γεύματος και πώς επηρεάζει η ώρα λήψης του το Σακχαρώδη Διαβήτη;

Βίκυ Πυρογιάννη MSc ,Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
www.nutrimed.gr

Το θέμα της σύστασης, της συχνότητας και των ωρών λήψης των γευμάτων στο ΣΔ αναλύθηκε σε στρογγυλό τραπέζι στο πλαίσιο του 8ου Συνεδρίου DIETS της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Συλλόγων Διαιτολόγων που έγινε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Η Dr. Wendy Russell από το Ινστιτούτο Διατροφής και Υγείας του Πανεπιστημίου του Aberdeen αναφέρθηκε στις κατάλληλες διατροφικές προσεγγίσεις για τη διαχείρηση της μεταγευματικής γλυκαιμίας που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην οικονομικά αποδοτική πρόληψη και αντιμετώπιση του ΣΔ2 εφαρμόζοντάς τες σε όλο τον πληθυσμό.
Αυτό όμως για να επιτευχθεί, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την επίδραση μεμονωμένων διατροφικών συστατικών στην αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μεταγευματικά. Έτσι, έγινε πλήρης αξιολόγηση και παρουσίαση της επίδρασης των μακροθρεπτικών συστατικών, των βιταμινών, των μετάλλων, φυτοχημικών και άλλων πρόσθετων συστατικών (π.χ γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων, ξύδι και αλκοόλ) στην ομοιόσταση της γλυκόζης.
Φάνηκε, λοιπόν, ότι η δυνατότερη και αποτελεσματικότερη επίδραση είναι αυτή των αδιάλυτων και μετρίως επεξεργασμένων φυτικών ινών από δημητριακά καθώς και η αντικατάσταση του κορεσμένου λίπους από μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. 
Τα επίπεδα της μεταγευματικής γλυκόζης μειώνονται επίσης και από τη πρόσληψη παχύρευστων διαλυτών φυτικών ινών. Ακόμα, φαίνεται να υπάρχει σημαντική, αν και ασθενέστερη αποτελεσματικότητα από τρόφιμα πλούσια σε φυτοχημικά. Αυτό πιθανόν και να σχετίζεται με το ότι η εντερική μικροχλωρίδα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού και στο γλυκαιμικό έλεγχο.

Το λόγο στη συνέχεια πήρε ο Δρ. Duane Mellor, Επίκουρος Καθηγητής Διαιτολογίας στο Πανεπιστήμιο του Nottingham στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να απομονώνουμε τα συστατικά των τροφίμων και να μελετάμε ξεχωριστά την επίδρασή τους στα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης. Είναι καλύτερα να αναφερόμαστε σε τρόφιμα ή σε ολόκληρα γεύματα, αφού κανένας δεν τρέφεται από μεμονωμένα συστατικά, καθώς και να συνυπολογίζουμε το τι αντικαθιστάται με τι όταν μιλάμε για περιορισμό ή αύξηση ενός μακροθρεπτικού συστατικού.
Μέχρι στιγμής, αρκετοί είναι αυτοί που τάσσονται υπέρ μίας δίαιτας χαμηλή σε υδατάνθρακες. Ωστόσο, επιστημονική αποδοχή έχουν και οι δίαιτες χαμηλές σε λιπαρά με σκοπό τη μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και την ρύθμιση του σωματικού βάρους. Το βασικό του συμπέρασμα ήταν ότι η απώλεια βάρους είναι ίσως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης του ΣΔ, ενώ η καλύτερη πρακτική είναι αυτή την οποία ο ασθενής μπορεί να ακολουθήσει (είτε χαμηλή σε λιπαρά είτε χαμηλή σε υδατάνθρακες).

Το τραπέζι έκλεισε με την ομιλία της  Αιμιλίας Παπακωνσταντίνου, λέκτορα Διατροφής και Μεταβολισμού. Η Δρ. Παπακωνσταντίνου ξεκίνησε την ομιλία της τονίζοντας ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής, θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη έτσι ώστε ο ασθενής με ΣΔ να μπορέσει να διατηρήσει τις αλλαγές στον τρόπο διατροφής μακροπρόθεσμα και όχι μόνο βραχυπρόθεσμα.
Η διατροφική αντιμετώπιση του διαβήτη περιλαμβάνει συνήθως αλλαγές σε διατροφικές συμπεριφορές που αφορούν στα γεύματα, στη σύσταση των γευμάτων σε υδατάνθρακες, στην επιλογή και προετοιμασία των γευμάτων, στον έλεγχο της μερίδας και στη σίτιση εκτός σπιτιού. Πολλοί ασθενείς, όμως, αντιμετώπιζουν δυσκολία στην υιοθέτηση των αλλαγών στη διατροφική τους συμπεριφορά με αποτέλεσμα πολύ απλά, να σταματούν να ακολουθούν τις οδηγίες – συστάσεις του διαιτολόγου.
Μία από τις πιο συνηθισμένες τροποποιήσεις που ζητώνται από τον ασθενή από τους επαγγελματίες υγείας έχει να κάνει με τα γεύματα καθώς οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ινσουλινοευαισθησία και η γλυκαιμική απόκριση εξαρτώνται από τη συχνότητα των γευματων (μικρά και συχνά γεύματα), την ώρα κατανάλωσης του γεύματος (προγραμματισμός καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας) καθώς και τον καταμερισμό των υδατανθράκων σε αυτά τα γεύματα. Η θεωρία που κρύβεται πίσω από τα μικρά και συχνά γεύματα λέει ότι έτσι ο ασθενής ρυθμίζει και ελέγχει καλύτερα την όρεξή του, βοηθά στη μείωση της ινσουλινοαντίστασης και βελτιώνει συνολικά το γλυκαιμικό έλεγχο. Όμως, σε μία πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι όταν κάποιος αναγκάζεται να καταναλώσει ένα γεύμα χωρίς να πεινάει, έχει τελικά χειρότερο γλυκαιμικό έλεγχο.  Πάνω σε αυτό, η κα. Παπακωνσταντίνου τόνισε ότι δεν πρέπει να εξαναγκάζουμε τον ασθενή να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο διατροφικό μοτίβο, αν δεν μπορεί να το ακολουθήσει γιατί έτσι οδηγούμαστε σε αντίθετα αποτελέσματα. Το κύριο στη διαχείριση του διαβήτη είναι ο ασθενής να είναι σταθερός, δηλαδή να μπορεί να ακολουθήσει τις αλλαγές που του προτείνουμε μακροπρόθεσμα.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η βιβλιογραφία δεν έχει ακόμα καταλήξει πάνω στον ιδανικό αριθμό γευμάτων, στη σύσταση αυτών αλλά και στην ιδανική χρονική στιγμή για την πρόσληψή τους, αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι η διαχείριση του διαβήτη πρέπει να είναι εξατομικευμένη και βασισμένη σε αυτό που ταιριάζει καλύτερα στον ασθενή.