Σακχαρώδης διαβήτης και καρδιαγγειακή νόσος

Α. Βρυωνίδου-Μπομποτά,Ενδοκρινολογου,Επιμελητου Α,Tμήματος Ενδοκρινολογιας και Μεταβολισμού-Διαβητολογικού Κέντρου ΝΕΕΣ

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) τύπου 2 αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας που τα τελευταία χρόνια τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας. Η Καρδιαγγειακή Νόσος (ΚΝ) αποτελεί με τη σειρά της την πρώτη αιτία θανάτου μεταξύ διαβητικών αλλά και μη διαβητικών ατόμων. Η μοιραία σχέση μεταξύ ΣΔ τύπου 2 και ΚΝ οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της ΚΝ είναι κοινοί και για την εμφάνιση του ΣΔ τύπου 2. Οι παράγοντες αυτοί είναι η ηλικία, η παχυσαρκία κεντρικού τύπου, η αντίσταση των ιστών στη δράση της ινσουλίνης, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, η καθιστική ζωή και το θετικό οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.

Ο ΣΔ τύπου 2 είναι ένα μεταβολικό νόσημα που οφείλεται κυρίως σε μειωμένη δράση αλλά και έκκριση της ορμόνης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος με αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Η υπεργλυκαιμία προκαλεί βλάβη στο ενδοθήλιο των αγγείων, αθηροσκλήρυνση και αθηροθρόμβωση και οδηγεί σε εκδηλώσεις μικροαγγειοπάθειας και μακροαγγειοπάθειας (καρδιαγγειακή νόσος). Οι επιπλοκές αυτές και ειδικότερα η ΚΝ μπορεί να υφίστανται ήδη κατά το χρόνο της διάγνωσης της νόσου και σχετίζονται με αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα.

Η δραματική αύξηση της επίπτωσης του ΣΔ τύπου 2 αποδίδεται στην αστικοποίηση, την αλλαγή του τρόπου ζωής και την αύξηση της μακροζωίας.

Η μείωση της φυσικής δραστηριότητας, το stress και η κατανάλωση τροφής πλούσιας σε υδατάνθρακες και λίπη οδηγούν σε παχυσαρκία κεντρικού τύπου, η οποία προάγει τη ανάπτυξη αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης και το γνωστό δυσμεταβολικό σύνδρομο, ή σύνδρομο Χ. Υπολογίζεται σήμερα ότι το ένα τέταρτο του πληθυσμού του ανεπτυγμένου κόσμου έχει δυσμεταβολικό σύνδρομο, βρίσκεται δηλαδή δύο βήματα πριν την εμφάνιση του ΣΔ τύπου 2. ένα βήμα πιο κοντά βρίσκονται τα άτομα με διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη (γλυκόζη 2 ώρες μετά από γεύμα μεγαλύτερη των 140 mg/dL και μικρότερη των 200 mg/dL), ή με διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας (γλυκόζη νηστείας μεγαλύτερη των 110mg/dL και μικρότερη των 126 mg/dL) και τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες υπολογίζεται ότι ανέρχονται στο 10-25% του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών. Από αυτά, κάθε χρόνο ένα ποσοστό 4-9% μεταπίπτει σε ΣΔ τύπου 2. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί το σημαντικό ποσοστό των ατόμων με αδιάγνωστο ΣΔ τύπου 2 που υπολογίζεται από διάφορες μελέτες σε Ευρώπη και Αμερική ότι ανέρχεται στο 2.7-8% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 50 ετών.

Όλες οι παραπάνω κατηγόριες ατόμων δηλαδή με δυσμεταβολικό σύνδρομο, διαταραχή ανοχής της γλυκόζης και μη διαγνωσμένο ΣΔ τύπου 2 αποτελούν άτομα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακής νόσου.
Έτσι τα τελευταία χρόνια έγινε κατανοητό ότι μια σωστή στρατηγική ενός Συστήματος Υγείας θα πρέπει να έχει σα στόχο όχι μόνο την πρόληψη της ΚΝ στους διαβητικούς ασθενείς αλλά και την πρόληψη του ΣΔ τύπου 2 στα άτομα υψηλού κινδύνου.

Τα αποτελέσματα της μεγάλης προοπτικής μελέτης που διεξήχθη στη Μεγ. Βρετανία (UKPDS) έδειξαν ότι για την αντιμετώπιση του ΣΔ τύπου 2 και της μακροαγγειοπάθειας που αποτελεί την κυριότερη επιπλοκή αυτού, δεν αρκεί μόνο η ρύθμιση της γλυκαιμίας αλλά απαιτείται αντιμετώπιση όλων των άλλων παραγόντων κινδύνου-υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, υπερινσουλιναιμία και παχυσαρκία- για να υπάρξει σημαντική μείωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων.

Όσον αφορά την πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη ανακοινώθηκαν στο συνέδριο της IDF (International Diabetes Federation-Διεθνής Ομοσπονδία για το Διαβήτη) που διεξήχθη τον Αύγουστο 2003 στο Παρίσι τα αποτελέσματα της μελέτης που έγινε στις ΗΠΑ σε 3234 άτομα με διαταραχή ανοχής της γλυκόζης. Η διάρκεια της μελέτης ήταν 3 χρόνια και στα άτομα αυτά έγινε αλλαγή του τρόπου ζωής με στόχο την επίτευξη μείωσης του σωματικού βάρους, κατά τουλάχιστον 7% του αρχικού βάρους με δίαιτα και άσκηση (ήπιο βάδισμα). Επιπρόσθετα στο μεγαλύτερο ποσοστό αυτών χορηγήθηκε μετφορμίνη, μια ουσία που αυξάνει την ευαισθησία των ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η απώλεια βάρους ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας μείωσης του κινδύνου εμφάνισης ΣΔ τύπου 2 αλλά και η χορήγηση μετφορμίνης αποτελεί μια δραστική λύση στην πρόληψη του ΣΔ τύπου 2 σε άτομα με διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη.

Επιβεβαιώνεται συμπερασματικα ότι η αλλαγή του τρόπου της ζωής μας,με τη σωστή διατροφή και την ασκηση,μπορεί να προλάβει,να καθυστερήσει η να μειώσει τη βαρύτητα του διαβήτη αποτελώντας τη σημαντικότερη θεραπευτική παρέμβαση ανεξάρτητα η και σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή