Συνέπειες διάγνωσης χρονίας νόσου στην εφηβεία

Χριστινας Μιχαλοπουλου,Ψυχολογου,επιστμονικης συνεργατου τμηματος ενδοκρινολογιας ΝΕΕΣ

Σ’ ένα σώμα που αλλάζει, η ανατροπή των δεδομένων που επιφέρει η διάγνωση μίας χρόνιας νόσου – ας υποθέσουμε μη απειλητικής για τη ζωή του ασθενή – είναι καταλυτικής σημασίας. Το «πάσχον σώμα» είναι αναμφισβήτητα ένα θεμελιώδες κεφάλαιο για οποιαδήποτε ηλικία, για οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του ανθρώπου.
Στα παιδιά είναι θέμα κεντρικής σημασίας στη ζωή τους, μίας και μπορεί να μην επιτρέψει τη δημιουργία μίας ολοκληρωμένης εικόνας του σωματικού «εγώ». Στους εφήβους όμως, στο ηλικιακό φάσμα που καλύπτει η εφηβεία, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι κάποια βασικά θέματα για την ψυχική και σωματική ανάπτυξη του ατόμου έχουν ήδη κατακτηθεί. Μολαταύτα ο έφηβος καλείται να «πενθήσει», να αποχωριστεί το παιδικό του σώμα – αλλά και τις παιδικές του ψυχοσεξουαλικές ανάγκες – και να προχωρήσει στη δημιουργία μίας νέας, συμπαγούς ταυτότητας που όχι μόνο περιλαμβάνει αλλά βασίζεται στη νέα του σωματική εικόνα. Οι ορμονικές αλλαγές του, η έμμηνος ρήση στα κορίτσια, η τριχοφυΐα, η αλλαγή της φωνής στ’ αγόρια, το γενικότερο «μεγάλωμα», εκβιάζουν την ενσωμάτωσή τους στις ψυχικές λειτουργίες του εφήβου.
Όταν σχεδόν ταυτόχρονα μ’ αυτές τις αλλαγές αποκαλύπτεται (διαγιγνώσκεται) μία σοβαρή ευαλωτότητα αυτού του σώματος – το οποίο δεν πάσχει μόνο από τις αλλαγές του αλλά και επί του πραγματικού νοσεί, τότε οι ψυχικοί αμυντικοί μηχανισμοί που λαμβάνουν χώρα για να κατανοηθεί η νέα κατάσταση είναι πολλοί και πολύπλοκοι. Υπάρχει ο κίνδυνος η νόσος να εκληφθεί ως «τιμωρία» συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητα που έρχεται στο προσκήνιο με ορμή. Ακόμη, η ίδια η σεξουαλικότητα μπορεί να «ταυτιστεί» με τη νόσο (η «άρρωστη σεξουαλικότητά» μου). Τα συναισθήματα που προκαλεί η εφηβεία πιθανόν να ενταθούν (επιθετικότητα, καταστροφικότητα) ή να κατασταλούν (απόσυρση, απομόνωση). Σίγουρα όμως, η χαρά και η δύναμη της εφηβείας ανακόπτονται μπροστά στη θέα ενός δύσκολου μέλλοντος, φτωχού σε όνειρα και οραματισμούς. Το χαρακτηριστικό των χρόνιων νοσημάτων είτε αυτά είναι ενδοκρινολογικά (π.χ. διαβήτης), είτε ρευματολογικά (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα) ή ακόμα πνευμονολογικά (π.χ. άσθμα) είναι η χρόνια λήψη θεραπείας αλλά και η ανάγκη διαφοροποίησης της καθημερινότητας του ασθενή. Αυτοί και μόνο οι παράγοντες θέτουν απαραβίαστα όρια στους εφήβους-ασθενείς τα οποία έχουν την τάση οι έφηβοι εξ’ ορισμού να τα παραβιάζουν, να τα ανατρέπουν ή να τα ακυρώνουν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο άρα να αφομοιωθούν όλ’ αυτά τα νέα δεδομένα, ειδικά σε μία ηλικία που δεν έχει ακόμη κατακτήσει την ωριμότητα.
Η εμφάνιση μίας χρόνιας νόσου στη διάρκεια της εφηβείας, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει η γενετική προδιάθεση γι’ αυτό, μπορεί ακόμη να είναι και αποτέλεσμα μίας έντονης ενδοψυχικής σύγκρουσης που βιώνει ο έφηβος. Για να δεχτούμε μία τέτοια άποψη (που δεν μπορεί προς στιγμήν ν’ αποδειχθεί) θα πρέπει να δώσουμε τη μεγαλύτερη έμφαση στην ψυχική διάσταση του ατόμου, θέμα που δεν αναλύεται στα πλαίσια ενός σύντομου περιγραφικού άρθρου.
Ο ασθενής – έφηβος έχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης για να κατανοήσει τι του συμβαίνει και πρωτίστως για να μπορέσει να πορευθεί ανεμπόδιστος στην ενήλικη ζωή του. Χρειάζεται περισσότερα εφόδια και ψυχικά εργαλεία για να καταφέρει ν’ απολαύσει το σώμα του και τη ζωή του χωρίς την αίσθηση της μόνιμης, επιβεβλημένης στέρησης. Για να καταφέρει τελικά να χαράξει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη «διαφορετικότητά» του και την ομοιότητά του με τους «άλλους» τους μη νοσούντες συνομηλίκους του. Το οικογενειακό πλαίσιο θα έχει την τάση να τον προστατεύσει. Οι συνομήλικοί του ίσως όχι – δεν φημίζονται όλοι οι έφηβοι για την ευαισθησία τους στα προβλήματα των άλλων. Μόνο όμως ο ίδιος ο έφηβος – ασθενής μπορεί και πρέπει ν’ ανακαλύψει τα προσωπικά του όρια: τα σωματικά, τα ψυχικά, τα όρια των αντοχών του. Στο δύσκολο αυτό ταξίδι του δεν ωφελούν οι παραινέσεις, οι νουθεσίες, οι υπενθυμίσεις. Αυτό που προέχει είναι η στήριξή του στις δυσκολίες που προκύπτουν από την ψυχική του ανασφάλεια και όχι από τη σωματική ευαλωτότητα μίας και η ψυχική του συγκρότηση θα τον βοηθήσει μακροπρόθεσμα να στηρίξει το σώμα του.

ΕΦΗΒΕΙΑ

Η εφηβεία είναι η περίοδος της μετάβασης από την παιδική στην ώριμη ηλικία κι έχει για κέντρο της την ΗΒΗ. Σαν όρος δηλαδή, αφορά στο σύνολο των ψυχικών λειτουργιών που συντελούνται ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΒΗΣ (= εφηβεία) για να μπορέσει το άτομο να ενσωματώσει ψυχικά τις μεγάλες αλλαγές που προκύπτουν απ’ αυτήν. Τα όρια της χρονικά, είναι αρκετά ασαφή.
Μπορούμε να προσεγγίσουμε την εφηβεία βλέποντάς την σαν μία δεύτερη γέννηση που γίνεται όμως προοδευτικά. Στην εφηβεία καλούμαστε ν’ αφήσουμε σιγά – σιγά την οικογενειακή προστασία, όπως αφήσαμε κάποτε τον προστατευτικό πλακούντα. Η φύση, για μία ακόμη φορά δουλεύει με το δικό της ρυθμό: το σώμα αλλάζει δημιουργώντας ορμές και επιθυμίες. Συχνά αυτές τις επιθυμίες ο έφηβος δεν καταφέρνει να τις συνειδητοποιήσει αλλά και να τις ελέγξει, με αποτέλεσμα να του προκαλούν εκρήξεις είτε βίας είτε αδυναμίας μπροστά σ’ αυτό που θα ήθελε με τη φαντασία του να πραγματοποιήσει αλλά δεν είναι ικανός ακόμα. Στην πραγματικότητα η εφηβεία είναι μία ανακατάταξη: οι μεταβολές σε σχέση με το σώμα συμπαρασύρουν και μεταβολές σε σχέση με τους άλλους και τον κόσμο στο σύνολό του, πρωτίστως όμως οδηγούν τον έφηβο στη δημιουργία ταυτότητας για να σταθεί, σύντομα, στον κόσμο των ενηλίκων.
Αναμφισβήτητα, η διεργασία του «ποιείν εαυτόν» έχει μεγάλη ένταση. Προϋποθέτει την «αποψευδαισθητοποίηση» από την αρχική υπόσχεση των ενηλίκων: δεν είναι όλα εφικτά, δεν είναι κανείς παντοδύναμος και δεν προστατεύεται αιώνια. Ταυτόχρονα όμως το σώμα του εφήβου που αλλάζει του λέει ότι «μπορεί» – ίσως να κάνει πραγματικότητα ότι θελήσει. Γι’ αυτό και στην εφηβεία είναι συχνά τα «περάσματα στην πράξη»: από τις πόρτες που κλείνουν βίαια ως τη χρήση του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Οι έφηβοι που «πράττουν» αντί να σκέφτονται, είτε προσπαθούν να κατευνάσουν το υπερβολικό άγχος τους για όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα τους, είτε όταν χτυπούν για παράδειγμα τις πόρτες για να μη χτυπήσουν τη μητέρα τους, μεταθέτουν –με επιτυχία- το θυμό τους! Οι έφηβοι δεν μιλάνε. Όχι γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν, αλλά γιατί όλα μέσα τους είναι συγκεχυμένα και βιώνουν μία αδιόρατη αίσθηση κινδύνου. Όπως οι αστακοί που όταν αλλάζουν εξωτερικό περίβλημα, χάνουν κατ’ αρχήν το παλιό και μένουν χωρίς καμία άμυνα όσο χρόνο χρειάζεται να φτιάξουν ένα καινούριο, έτσι και οι έφηβοι σε όλο αυτό το διάστημα κινδυνεύουν πολύ. Βρίσκονται γεμάτοι ανασφάλεια μπροστά σε αλλαγές – όπως για παράδειγμα η αλλαγή της φωνής στ’ αγόρια, όπου καλούνται να πενθήσουν το «παλιό» με το οποίο αναγνώριζαν τον εαυτό τους, χωρίς να ξέρουν πως θα είναι το «καινούριο». Έχουν διλήμματα στο ηθικό πεδίο, αμφισβητούν αρχές και αξίες στην προσπάθεια να επαναπροσδιορίσουν τους γονείς τους για να καταφέρουν αργότερα να τους «αποχωριστούν» να μπουν δηλαδή σε μία νέα, ενήλικη σχέση μαζί τους. Ζητούν το ενδιαφέρον των ενηλίκων γι’ αυτή την απίστευτη εξέλιξη που συντελείται μέσα τους, όταν όμως το ενδιαφέρον αυτό εκδηλώνεται νιώθουν συχνά ακινητοποιημένοι. Ένας «άλλος» ενήλικας που θα παίξει το ρόλο του «τρίτου γονέα» που θα ακούσει τον έφηβο χωρίς την συναισθηματική εμπλοκή και την αγωνία του γονιού, είναι πολύ χρήσιμος σε ορισμένες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα δε, όταν έχει αρχίσει να φαίνεται πως ο έφηβος δεν καταφέρνει να ενσωματώσει με ευκολία τις αλλαγές: «Κρύβει» την νεοευρεθείσα σεξουαλικότητά του πίσω από παραπανίσια κιλά, εμφανίζει διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. αλλεργίες), αποσύρεται ψυχικά από τις σχέσεις του με τους άλλους.
Η λέξη «ΒΓΑΙΝΩ» είναι μία λέξη κλειδί για την εφηβεία: σημαίνει ταυτόχρονα το βασανιστήριο των γονιών το βράδυ (!) (βραδινή έξοδος), το «έχω μία ερωτική σχέση» (βγαίνω με κάποιον/α) αλλά σημαίνει ακόμα και «βγαίνω απ’ το κουκούλι μου», βγαίνω όπως ο βλαστός από το χώμα. Σημαίνει εν τέλει τη δύναμη της μεταμόρφωσης που συντελείται στην εφηβεία. Μεταμόρφωση επώδυνη μεν, απαραίτητη και γεμάτη χαρά και δύναμη δε. Όταν οι έφηβοι έχουν διδαχθεί να εμπιστεύονται τη ζωή, εμπιστεύονται και τη μεταμόρφωσή τους και καταφέρνουν να «γράψουν» την προσωπική τους ιστορία στο μέλλον, συνδέοντάς την με το παιδικό τους παρελθόν.