Οι ευνούχοι στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη

Σ. Σαμαρά (Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), N. Δέδες (Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Μ. Ζώζολου (Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ), Ι. Αρμένης (Καρδιολογική Κλινική Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου Αθηνών, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών), Μ. Καραμάνου (Ιστορία της Ιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Κρήτης), Γ. Ανδρούτσος (Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών)

 

Ο ευνουχισμός, δηλαδή η αφαίρεση των γεννητικών οργάνων του άρρενος, είτε μόνο των όρχεων είτε και του πέους, αποτελούσε στην αρχαιότητα φαινόμενο διαδεδομένο, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με τις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην εκάστοτε εποχή και λαό. Η εισαγωγή του ευνουχισμού στην αρχαία Ελλάδα αποδίδεται στην επιρροή των Φοινίκων, που πωλούσαν τους ευνούχους στους Έλληνες, αφού τους είχαν αγοράσει από τις χώρες της Ασίας.

Οι ευνούχοι στην αρχαία Ελλάδα είχαν συνήθως ρόλο υπηρέτη και παιδαγωγού. Τον Χρυσό Αιώνα του Περικλή στην Αθήνα, οι ιερείς του ναού της θεάς Κυβέλης ήταν ευνούχοι, ακολουθώντας την πανάρχαια παράδοση των μυθικών Κορυβάντων της Φρυγίας. Πολλές φορές όμως οι ευνούχοι δεν περιορίζονταν στους παραπάνω ρόλους, αλλά καταλάμβαναν εξέχουσες θέσεις στην πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία. Αντίθετα, στην αρχαία Αθήνα, ο ευνουχισμός αποτελούσε μια μορφή τιμωρίας που μπορούσε να επιβάλει ο απατημένος σύζυγος στον εραστή της γυναίκας του. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις διάσημων ευνούχων της αρχαιότητας αποτελούν ο Ερμίας ο Αταρνεύς (4ος αι. π.Χ.), μαθητής του Πλάτωνα και στενός φίλος του Αριστοτέλη, ο Βαγώας, ευνούχος και παρακοιμώμενος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο Φιλέταιρος, ηγεμόνας της Περγάμου (343-263 π.Χ.). Στις ιστορίες του Ηροδότου, βρίσκουμε την περίπτωση ενός νεαρού από την Καρία, του Ερμότιμου (5ος αι. π.Χ.), που αιχμαλωτίστηκε σε νεανική ηλικία, πουλήθηκε στο δουλέμπορο Πανιώνιο από τη Xίο και, αφού ακρωτηριάστηκε, στάλθηκε στην περσική αυλή, όπου τον εκτίμησε ο Ξέρξης και τον πήρε μαζί του στην εκστρατεία του.

Στην αρχαία Ρώμη, σύμφωνα με το νόμο, οι ευνούχοι χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες: στους εκτομίες, των οποίων τα όργανα είχαν κοπεί, στους θλιψίες των οποίων τα όργανα είχαν συνθλιβεί και στους σπάνδωνες, των οποίων τα όργανα είχαν αχρηστευτεί από αρρώστια ή άλλη αιτία. Μια Ρωμαία που ανακάλυπτε ότι ο άνδρας της ήταν ευνούχος είχε δικαίωμα να πάρει άμεσα διαζύγιο. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, υπήρχε πιθανότητα να τιμωρηθεί ο ευνούχος που παντρευόταν, ενώ στους σπάνδωνες δίνονταν ασυλία, καθώς πιθανολογείτο ότι θα μπορούσαν να μη γνωρίζουν την ανικανότητά τους πριν από τον γάμο. Όπως και στην αρχαία Ελλάδα, έτσι και στη Ρώμη, οι ιερείς της Κυβέλης ήταν ευνούχοι και ονομάζονταν «Γάλλοι». Στην αρχαία Ρώμη συνηθιζόταν επίσης όλες οι ευγενείς κυρίες να έχουν ευνούχους στην υπηρεσία τους, που τις διασκέδαζαν και τις ψυχαγωγούσαν χωρίς βέβαια να κινδυνεύει η τιμή τους. Ο αυτοκράτορας της Ρώμης Νέρων (37-68 μ.Χ.) είχε στην υπηρεσία του εξήντα ευνούχους που συμμετείχαν στα διαβόητα όργια που διοργάνωνε, ενώ όταν έχασε την αγαπημένη σύζυγό του Σαβίνα, βρήκε ένα όμορφο αγόρι, τον Σπόρο, που θεωρούσε ότι έμοιαζε πολύ στην αδικοχαμένη του σύζυγο, διέταξε να τον ευνουχίσουν και κατόπιν τον παντρεύτηκε σε μια μεγαλειώδη τελετή με τον Σπόρο ντυμένο σαν γυναίκα! Ο επίσης αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος (203-222 μ.Χ.) προέβαινε σε σκανδαλώδη όργια με τον αγαπημένο του ευνούχο Ιεροκλή. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (3ος αι. μ.Χ.) οι ευνούχοι αναλαμβάνουν το ρόλο της φύλαξης των διαμερισμάτων των κυριών της βασιλικής αυλής και σταδιακά ο αριθμός και η επιρροή τους στην αυτοκρατορία αυξάνονται. Έναν αιώνα αργότερα, την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πολλοί ευνούχοι έχουν αναρριχηθεί στην εξουσία και κατέχουν κομβικές θέσεις διοίκηση της αυτοκρατορίας, διαχειριζόμενοι κρατικά μυστικά.