Συμπεριφορικές παρεμβάσεις στην παχυσαρκία

Φραγκίσκος Γονιδάκης, Επίκουρος Καθηγητής Ψυχιατρικής, Μονάδα Διαταραχών Πρόσληψης Τροφής, Α’ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ, Αιγινήτειο Νοσοκομείο
[email protected]

1. Εισαγωγή

Η παχυσαρκία στον 21ο αιώνα αποτελεί, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες χώρες, ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και δυσεπίλυτο ιατρικό πρόβλημα με σοβαρές ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι παρά τον τίτλο του άρθρου η παχυσαρκία δεν θεωρείται, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, ψυχική νόσος αν και φαίνεται να έχει στενή και αμφίδρομη αλληλεπίδραση με την ψυχική υγεία του ατόμου. Αν και οι ψυχολογικές παρεμβάσεις στοχεύουν στην τροποποίηση της συμπεριφοράς του ατόμου η παχυσαρκία σε καμία περίπτωση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών και μη βοηθητικής διατροφικής συμπεριφοράς καθώς ξέρουμε ότι γενετικοί, μεταβολικοί και ορμονικοί παράγοντες συμμετέχουν σημαντικά στην αιτιοπαθογένεια και διαιώνισής της.

2. Η οργάνωση των συμπεριφορικών παρεμβάσεων

Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις που θα αναφερθούν παρακάτω συνήθως είναι μέρος μια γενικότερης προσπάθειας που μπορεί να γίνεται σε νοσοκομειακό πλαίσιο, σε ιδιωτικές μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης, σε κάποια προγράμματα αυτοβοήθειας ή ακόμα και σε παρεμβάσεις που υλοποιούνται μέσω του Διαδικτύου. Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις μπορούν επίσης να συνδυάζονται με άλλες παρεμβάσεις για την παχυσαρκία όπως είναι η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, προγράμματα που παρέχουν στους ασθενείς τα γεύματα της ημέρας ή διατροφική καθοδήγηση ταυτόχρονα με τη χορήγηση υποκατάστατων γεύματος. Η αποτελεσματικότητά τους έχει βρεθεί ότι είναι μεγαλύτερη όσο πιο εντατικό και μεγαλύτερης διάρκειας είναι το πρόγραμμα παρέμβασης. Έχει τέλος βρεθεί ότι οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις όταν είναι επιτυχημένες μπορούν να οδηγήσουν σε απώλεια περίπου του 10% του αρχικού βάρος αν και δεν υπάρχουν δεδομένα για την μακροχρόνια διατήρηση της απώλειας αυτής.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των παρεμβάσεων αυτών είναι:

  • Η ενεργοποίηση του ατόμου ως θεραπευτή του εαυτού του (ψυχοεκπαίδευση, αύξηση της αυτοπαρατήρησης, οργάνωση ρεαλιστικών στόχων).
  • Η οργάνωση της συμπεριφορική παρέμβασης (έλεγχος των ερεθισμάτων που προκαλούν απώλεια του ελέγχου στην πρόσληψη τροφής, μεταβολή της διατροφικής συνήθειας, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, εκμάθηση τεχνικών ρύθμισης των αρνητικών συναισθημάτων, ενίσχυση της προόδου).
  • Η αύξηση των κοινωνικών δεξιοτήτων (εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά, εκμάθηση των αρχών της επίλυσης προβλήματος, αύξηση της κοινωνικής υποστήριξης).
  • Η εκπαίδευση στην διαχείριση των υποτροπών και την διατήρηση μακροπρόθεσμα της προόδου.

Αναλυτικότερα θα παρουσιαστούν τρεις κατηγορίες συμπεριφορικών παρεμβάσεων: αυτές που αφορούν τη διατροφική συμπεριφορά, αυτές που αφορούν την ίδια τη διατροφή με στόχο την απώλεια βάρους και τέλος αυτές που αφορούν τη βελτίωση της ψυχικής υγείας των παχύσαρκων ασθενών.

3. Συμπεριφορικές παρεμβάσεις στη διατροφική συμπεριφορά.

Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις στη διατροφική συμπεριφορά ξεκινάνε με την ανάλυση της συμπεριφοράς αυτής. Αυτό γίνεται μέσω της ημερήσιας καταγραφής της. Στο ημερολόγια που ο θεραπευόμενος καλείται να τηρήσει καταγράφονται τα παρακάτω στοιχεία:

  • Η ώρα που έφαγε.
  • Ο χώρος που έφαγε. Αν τρώει μέσα στο σπίτι καταγράφεται και το δωμάτιο που τρώει.
  • Το γεύμα που κατανάλωσε. Να σημειωθεί ότι ο θεραπευόμενος δεν καλείται να καταγράψει το βάρος της τροφής (για παράδειγμα 300γρ κρέας από μοσχάρι) αλλά την ποσότητα σε μερίδες. Η απόλυτη ακρίβεια δεν είναι το ζητούμενο σε αυτή την μορφή καταγραφής.
  • Αν ένιωσε παρόρμηση να φάει παραπάνω και πόσο έντονη ήταν η παρόρμηση αυτή (0: καθόλου έως 10: ακατανίκητη παρόρμηση).
  • Τα κυριότερα συναισθήματα που ένιωθε όταν έτρωγε.
  • Διάφορες παρατηρήσεις που αφορούν σκέψεις, συμπεριφορές ή εξωτερικούς παράγοντες και αφορούν τη διάρκεια του γεύματος.
  • Τέλος στο ημερήσιο ημερολόγιο καταγράφεται και ο χρόνος της άσκησης (περπάτημα και εκγύμναση).

Βάσει της πληροφορίας που λαμβάνεται από το ημερήσιο ημερολόγιο οργανώνεται και η παρέμβαση έτσι ώστε να διευκολυνθεί η οποιαδήποτε προσπάθεια θα γίνει στο μέλλον με στόχο την απώλεια βάρος.

Αναλυτικότερα:

  • Χρόνος των γευμάτων: Η προσπάθεια εστιάζεται στο να υπάρχουν τακτικά γεύματα σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα μέσα στην ημέρα.
  • Χώρος για τα γεύματα: Η προσπάθεια εστιάζεται στην αποφυγή τόσο της ορθοστασίας κατά τη λήψη του γεύματος, όσο και στη κατανάλωσης τροφής σε ΄χωρους που δεν βοηθούν την διατροφική προσπάθεια (για παράδειγμα μέσα στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας για τη δουλειά, περπατώντας στο δρόμο, η στο κρεβάτι βλέποντας κάτι στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή).
  • Οργάνωση των γευμάτων: Η προσπάθεια εστιάζεται στο να υπάρχουν οργανωμένα γεύματα με συγκεκριμένες ποσότητες τροφής ώστε να αποφεύγετε το ανεξέλεγκτο τσιμπολόγημα, να μην υπάρχουν τροφές που δεν εμπεριέχονται στο γεύμα στο οπτικό πεδίο του θεραπευόμενο (για παράδειγμα το τσουκάλι με το φαγητό ή μεγάλη ποικιλία ορεκτικών) καθώς και στην σταδιακή αλλαγή όποιων συμπεριφορών έχουν καταγραφεί και δεν ευοδώνουν την προσπάθεια απώλειας βάρους.
  • Πείνα: Εκπαίδευση του θεραπευόμενου να διακρίνει το αίσθημα της πείνας από αυτό της δίψας και της κούρασης. Να σημειωθεί ότι η δίψα και η κούραση μπορεί να οδηγούν τον παχύσαρκο ασθενή να τρώει αντί να πίνει νερό η να ξεκουράζεται. Επίσης ο θεραπευόμενος ενθαρρύνεται να σέβεται το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού και να προσφέρει τακτικά στον εαυτό του την ποσότητα της τροφής που χρειάζεται. Τέλος γίνεται προσπάθεια για διαφοροποίηση του αισθήματος της πείνας από αρνητικά συναισθήματα όπως η ανία ή η θλίψη που μπορεί να οδηγούν τον θεραπευόμενο στο να τρώει για να εκτονώσει αντί να προσπαθεί να ρυθμίσει τα συναισθήματά του μέσα από την αντιμετώπιση των λόγων που τα πυροδότησαν.

Η τροποποίηση αυτών των συμπεριφορών γίνεται σε τέσσερα στάδια όπως φαίνεται και από το παρακάτω παράδειγμα ενός θεραπευόμενου που το βράδυ κατανάλωνε σημαντικά μεγάλες ποσότητες φαγητού την ώρα που έβλεπε κάποια ταινία ή σειρά στον υπολογιστή του. Για εκείνον η στιγμή της βραδινής υπερφαγίας κατείχε ένα χαρακτήρα «ιερότητας» καθώς ήταν λίγες οι στιγμές προσωπικού χρόνου και χαλάρωσης που διέθετε μέσα στην ημέρα του.

  • Καθορισμός της συμπεριφοράς στόχου: «Να μην τρώω μπροστά στον υπολογιστή μου».
  • Κατακερματισμός του στόχου: «Να μην τρώω μπροστά στον υπολογιστή μου δύο φορές την εβδομάδα».
  • Απόσβεση της συμπεριφοράς: Εκπαίδευση στο να τρώει με επίγνωση έτσι ώστε η απόλαυση του φαγητού να είναι μεγαλύτερη (θετική ενίσχυση) σε σχέση με το να τρώει χωρίς επίγνωση παρακολουθώντας κάτι στον υπολογιστή του. Διπλασιασμός του προσωπικού χρόνου (θετική ενίσχυση) καθώς δεν θα γίνονται μαζί δύο ευχάριστες δραστηριότητες. Μείωση της αρνητικής συναισθηματικότητας που συνοδεύει την υπερβολική κατανάλωση τροφής (αρνητική ενίσχυση).
  • Αξιολόγηση των δυσκολιών και του αποτελέσματος: «Δεν μπορώ να τα καταφέρω όταν το άγχος μου είναι μεγαλύτερο του 6 (σε κλίμακα από 0-10).

4. Συμπεριφορικές παρεμβάσεις στη διατροφή.

Το παλαιότερο συμπεριφορικό μοντέλο για την παχυσαρκία βασιζόταν στην εκπαίδευση του παχύσαρκου ασθενή να υπολογίζει τις θερμίδες των τροφών και να οργανώσει το ημερήσιο διαιτολόγιο του με τέτοιο τρόπο ώστε να τρώει περίπου 1500-1200 θερμίδες την ημέρα ενώ ταυτόχρονο προσπαθούσε να αυξήσει, μέσω της άσκησης, την ημερήσια κατανάλωση ενέργειας. Αυτή η μορφή παρέμβασης αμφισβητείτε σήμερα και στο αν μπορεί να εφαρμοστεί από μεγάλο αριθμό θεραπευόμενων αλλά στο κατά πόσο μπορεί να εξασφαλίσει μακροχρόνια θεραπευτικά αποτελέσματα.

Τα τελευταία έτη προάγεται ένα διεπιστημονικό μοντέλο στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας με τον ιατρό, τον διατροφολόγο και τον ειδικό της ψυχικής υγείας να έχουν διακριτούς ρόλους και να συνεργάζονται έτσι ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα ο θεραπευόμενος να επιτύχει τόσο την απώλεια κιλών όσο και την μακροχρόνια σταθεροποίηση σε χαμηλότερο σωματικό βάρος. Σε αυτό το διεπιστημονικό μοντέλο ο ρόλος του ειδικού της ψυχικής υγείας είναι περισσότερο να βοηθάει στην τροποποίηση της διατροφικής συμπεριφοράς και στην ενίσχυση της αλλαγής και λιγότερο να παρεμβαίνει στη διατροφή του ατόμου.

5. Συμπεριφορικές παρεμβάσεις στην ψυχική υγεία

Η παχυσαρκία είναι μια ιατρική κατάσταση που επηρεάζει και επηρεάζεται σημαντικά από την ψυχική υγεία του ασθενή. Θα γίνει αναφορά σε δύο ψυχιατρικές διαταραχές που έχουν ίσως την στενότερη σχέση με την παχυσαρκία. Στην κατάθλιψη και στην διαταραχή υπερφαγίας.

Α. Κατάθλιψη

Έχει βρεθεί ότι η κατάθλιψη σχετίζεται με 18% αυξημένο κίνδυνο να είναι κανείς παχύσαρκος. Μάλιστα αυτή η συσχέτιση ήταν ισχυρότερη στις γυναίκες. Η σχέση αυτή μπορεί να είναι αμφίδρομη.

Δηλαδή στον ένα πόλο η παρουσία της κατάθλιψης ευοδώνει την παχυσαρκία. Ξέρουμε ότι στην κατάθλιψη ο υποθάλο-υποφυσιακό-επινεφριδικός άξονας που σχετίζεται με το μηχανισμό του στρες αποδιοργανώνεται και αυτό έχει σίγουρα επίδραση στο μηχανισμό της όρεξης και στην πρόσληψη τροφής. Στην άτυπη κατάθλιψη η όρεξη αυξάνει, η χαμηλή ενέργεια που βιώνει το άτομο μειώνει την πιθανότητα για σωματική εργασία και ο συνδυασμός αυτός μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του βάρος. Επίσης ξέρουμε ότι ορισμένα αντικαταθλιπτικά σκευάσματα αυξάνουν την όρεξη για φαγητό και η λήψη τους συνοδεύεται από αύξηση του σωματικού βάρους.

Στον άλλο πόλο οι κοινωνικές και ατομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας αυξάνουν την πιθανότητα να εμφανιστεί κατάθλιψη. Το παχύσαρκο άτομο βιώνει μομφή, σαρκασμό και απόρριψη για το αυξημένο βάρος, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, κακή εικόνα για το σωματικό εαυτό και πολλές φορές αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας που οφείλονται στην παχυσαρκία. Το αποτέλεσμα είναι να απομονώνεται από τις κοινωνικές επαφές του, να βιώνει συνεχόμενα μια κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού και μοναξιάς και αυτό είναι ένας χρόνιος στρεσογόνος παράγοντας που και την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας δεν ευοδώνει αλλά και προδιαθέτει για την εμφάνιση κατάθλιψης.

Για τη θεραπεία της κατάθλιψης η συνοδός παρουσία της παχυσαρκίας αντιμετωπίζεται σαν ένας επιπλέον στρεσογόνος παράγοντας λόγω των ιατρικών επιπλοκών, των κινητικών και κοινωνικών περιορισμών και του στίγματος της παχυσαρκίας. Η προσπάθεια που γίνεται από τους ειδικούς της ψυχικής υγείας είναι να μειωθεί η επίδραση της παχυσαρκίας στη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου που βιώνει αποθάρρυνση, μοναξιά, θλίψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση και έλλειψη κοινωνικής διεκδικητικότητας.

Αναφορικά με τη χρήση της συμπεριφορικής θεραπείας σε παχύσαρκους ασθενείς με κατάθλιψη δεν υπάρχουν εξειδικευμένες μελέτες ενώ οι πιο συναφείς από αυτές αφορούν μόνο ασθενείς που έπασχαν από κατάθλιψη και συμμετείχαν σε κάποιο πρόγραμμα μείωσης του σωματικού τους βάρους.

Β. Διαταραχή υπερφαγίας.

Η διαταραχή υπερφαγίας χαρακτηρίζεται από παρορμητική κατανάλωση μεγάλης ποσότητας τροφής που σχετίζεται με αρνητικά συναισθήματα και όχι πείνα. Το άτομο όταν κάνει υπερφαγικό επεισόδιο συνήθως τρώει μόνο του μυστικά και μετά νιώθει έντονα και δυσάρεστα συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Η διαταραχή υπερφαγίας διαφοροποιείται από τη συναισθηματική υπερφαγία που αποτελεί προβληματική συμπεριφορά και όχι ψυχική νόσο. Στη συναισθηματική υπερφαγία το άτομο τρώει συχνά τροφή (τσιμπολόγημα) που σαν ποσότητα είναι από μικρή έως μέτρια αυξημένη, μπορεί να τρώει μαζί με άλλα άτομα σε κοινωνικές περιστάσεις και συνήθως ο στόχος της είναι η απόλαυση ή ανακούφιση μέσα από την κατανάλωση εύγευστων τροφών. Κάποιες φορές η συναισθηματική υπερφαγία μπορεί να συνοδεύεται από κάποια μορφή μεταμέλειας λόγω των συνεπειών της ηδονικής κατανάλωσης τροφής στο σωματικό βάρος.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαταραχή υπερφαγίας και η παχυσαρκία συνυπάρχουν αλλά δεν αλληλοεπικαλύπτονται. Οι παχύσαρκοι ασθενείς που πάσχουν από διαταραχή υπερφαγίας αποτελούν το 8-10% του συνόλου των παχύσαρκων ασθενών ενώ το 30% των ασθενών με διαταραχή υπερφαγίας έχουν φυσιολογικό βάρος. Το ποσοστό όμως της αλληλο-επικάλυψης αυξάνει στο 30-40% όταν μελετάται η ομάδα των παχύσαρκων ασθενών που έχουν δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο του 40 και που συχνά απευθύνονται σε ειδικά κέντρα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Η ομάδα αυτή παρουσιάζει πολύ μεγάλη ψυχολογική και ιατρική επιβάρυνση με ιδιαίτερα ψηλά ποσοστά κατάθλιψης, κοινωνική απομόνωση και πτωχή ποιότητα ζωής.

Για τη διαταραχή υπερφαγίας η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία έχει ιδιαίτερα καλή αποτελεσματικότητα. Περίπου το 70-80% των ασθενών θα δει σημαντική βελτίωση μετά από 6 μήνες γνωσιακής συμπεριφορική θεραπείας. Αναφορικά με την συνύπαρξη με την παχυσαρκία θεωρείται σκόπιμο να προηγείται η ψυχοθεραπεία για την αντιμετώπιση της διαταραχής υπερφαγίας και μετά να ακολουθεί η όποια προσπάθεια για την μείωση του σωματικού βάρους.

6. Επίλογος

Οι συμπεριφορικές παρεμβάσεις για την παχυσαρκία μπορούν να προσφέρουν σημαντική βοήθεια σε αυτή τη δυσεπίλυτη ιατρική κατάσταση που επηρεάζει σημαντικό μέρος του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών τόσο ιατρικά όσο και ψυχολογικά. Οι παρεμβάσεις αυτές φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρουν σημαντική βοήθεια στην τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών και στη αντιμετώπιση συνοδών ψυχικών διαταραχών όπως είναι η κατάθλιψη (κλινική και υποκλινική) και η διαταραχή υπερφαγίας. Λιγότερο σημαντική φαίνεται να είναι η συνεισφορά του ειδικού της ψυχικής υγείας στην ίδια την παρέμβαση για την απώλεια βάρους.