Περιλήψεις Ευρωπαικού Συνεδρίου Ενδοκρινολογίας (Α)

Επιμέλεια κειμένων και σχολιασμός: Ευαγγελία Ζαπάντη.

Ανεπάρκεια των επινεφριδίων σε προχωρημένη λοίμωξη HIV.

H ακόλουθη μελέτη έγινε σε ασθενείς με λοίμωξη HIV που νοσηλεύτηκαν σε Νοσοκομείο της Νοτίου Αφρικής . Σκοπός της μελέτης ήταν να καθορισθεί η αιτιολογία και η συχνότητα της επινεφριδικής ανεπάρκειας σε νοσηλευόμενους (HIV+) ασθενείς, στους οποίους συχνά διαδράμει υποκλινικά και παραμένει αδιάγνωστη. Συχνά τα συμπτώματα της επινεφριδικής ανεπάρκειας αποδίδονται στη λοίμωξη HIV με αποτέλεσμα να μη γίνεται έλεγχος επινεφριδίων και οι ασθενείς να πεθαίνουν από μία εντελώς ιάσιμη διαταραχή.

Στους ασθενείς με λοίμωξη HIV και αριθμό CD4<100 κύτταρα /mm3 μετρήθηκαν πρωινά επίπεδα κορτιζόλης και ACTH πλάσματος και πραγματοποιήθηκε SYNACTHEN TEST στις περιπτώσεις που η διάγνωση της επινεφριδικής ανεπάρκειας δεν ήταν σαφής (επίπεδα κορτιζόλης < 550 nmol/l ). Συνολικά εξετάσθηκαν 60 ασθενείς , 23 άνδρες και 37 γυναίκες (μέση ηλικία 36 έτη). Στους ασθενείς αυτούς έγινε διάγνωση πνευμονικής φυματίωσης σε ποσοστό 60%, ενώ ένα ποσοστό 11% ελάμβανε ήδη αντιρετροϊκή αγωγή. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν σχετική επινεφριδική ανεπάρκεια σε ποσοστό 8% , πράγμα που συμβάλει στην αύξηση της θνητότητας από τη λοίμωξη ΗΙV.

Σχόλιο

Οι άρρωστοι με νόσο AIDS παρουσιάζουν, λόγω της λοίμωξης, διαταραχές της λειτουργίας σε πολλά όργανα. Ένα από αυτά είναι οι αδένες των επινεφριδίων που εκκρίνουν κορτιζόλη, ορμόνη απαραίτητα για τη ζωή. Η μελέτη αυτή έδειξε ότι ένα σημαντικό ποσοστό αρρώστων με AIDS εμφανίζουν μειωμένη έκκριση κορτιζόλης από τούς αδένες των επινεφριδίων που όμως δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή και πιθανόν συμβάλλει στην επιδείνωση της νόσου και αύξηση της θνησιμότητας.

Σχέσεις μεταξύ του λιπώδους ιστού και των επιπέδων στο αίμα της 25-υδροξυβιταμίνης D.

Είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με ανεπάρκεια βιταμίνης D (25 ΟΗ D). Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να συσχετισθεί το είδος του λιπώδους ιστού (κοιλιακό υποδόριο λίπος , σπλαχνικό λίπος και ηπατικό λίπος με τα επίπεδα της 25 ΟΗ D. Σε αυτή την επιδημιολογική μελέτη συμπεριλήφθηκαν άνδρες και γυναίκες ηλικίας 45- 65 ετών και ταξινομήθηκαν σε ομάδες ανάλογα με παράγοντες κινδύνου όπως κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, χρόνια νοσήματα, φυσική δραστηριότητα . Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το σπλαχνικό λίπος σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα προς τα επίπεδα της 25 ΟΗ D, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες σε σημαντικό βαθμό. Το ηπατικό λίπος σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα προς τα επίπεδα της 25 ΟΗ D μόνο στους άνδρες, ενώ το υποδόριο λίπος δεν σχετίζεται με τα επίπεδα της βιταμίνης D σε κανένα από τα δύο φύλα. Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι παχύσαρκοι ασθενείς με αυξημένο σπλαχνικό λίπος παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανεπάρκειας βιταμίνης D.

Σχόλιο

Είναι γνωστό ότι τα παχύσαρκα άτομα έχουν χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα. Στην εργασία αυτή η μέτρηση της βιταμίνης στο αίμα έδειξε ότι τα επίπεδα της έχουν αντίστροφη σχέση με το ηπατικό λίπος στους άνδρες και κυρίως το σπλαχνικό λίπος και στα δύο φύλα.

Η θυρεοειδική λειτουργία σε εγκυμονούσες. Σχέση με το διαβήτη της εγκυμοσύνης και το δείκτη μάζας σώματος.

Η σχέση μεταξύ θυρεοειδικής λειτουργίας και μεταβολικής κατάστασης έχει μελετηθεί σε πολλούς πληθυσμούς . Στην κύηση η θυρεοειδική λειτουργία και μεταβολικές παράμετροι συμπεριλαμβανομένης της ομοιοστασίας της γλυκόζης έχουν εξαιρετική σημασία για την έκβαση της κύησης και του τοκετού. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ διαβήτη κύησης ,δείκτη μάζας σώματος και θυρεοειδικής λειτουργίας σε 520 εγκυμονούσες γυναίκες (24-36 εβδομάδων). Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι ο διαβήτης κύησης σχετίζεται με παχυσαρκία, χαμηλότερα επίπεδα TSH (θυρεοετρόπου ορμόνης) και FT4 (ελεύθερης θυροξίνης αίματος) και υψηλότερα επίπεδα FT3( ελεύθερης Τ3). Οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που διέπουν τη σχέση μεταξύ θυρεοειδικής λειτουργίας , παχυσαρκίας και διαβήτη κύησης δεν έχουν αποσαφηνισθεί και χρήζουν περαιτέρω μελέτης .

Σχόλιο

Ο διαβήτης της εγκυμοσύνης εμφανίζεται στη κύηση και συνήθως υποχωρεί μετά το τοκετό. Είναι σημαντικό για τη μητέρα αλλά και για την υγεία του εμβρύου τα επίπεδα της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα να διατηρούνται με θεραπεία (συνήθως δίαιτα η και ινσουλίνη) σε φυσιολογικά επίπεδα.
Στη μελέτη αυτή μελετήθηκε η επίδραση της εγκυμοσύνης γυναικών με διαβήτη της κύησης στη λειτουργία του θυρεοειδούς όπως αυτή αξιολογείται με τη μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών, θυροξίνης, τριιωδοθυρονίνης, και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης πού ρυθμίζει την έκκριση των ορμονών του θυρεοειδούς. Βρέθηκε ότι στο αίμα των διαβητικών εγκύων η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη και η θυροξίνη ήταν χαμηλότερες ενώ αντίθετα η τριιωδοθυρονίνη υψηλότερη σε σχέση με υγιείς εγκυμονούσες. Βρέθηκε επίσης ότι η επίπτωση του διαβήτη της κύησης σχετίζεται με το βάρος όπως αυτό εκφράζεται με το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Η κλινική σημασία αυτών των ευρημάτων δεν μπορεί να προσδιορισθεί με τη παρούσα έρευνα.

Μπορεί η θεραπεία για τη θυρεοειδική δυσλειτουργία να μειώσει τη θνησιμότητα;

Σε πολλές μεταναλύσεις μελετών έχει διερευνηθεί η σχέση μεταξύ θυρεοειδικής δυσλειτουργίας (υπερ-υποθυρεοειδισμός) και θνητότητας με ασαφή αποτελέσματα. Σε προοπτική μελέτη στη Δανία σε 235 000 άτομα που παρακολουθήθηκαν για επτά χρόνια παρατηρήθηκε αυξημένη θνητότητα (23% ) μόνο σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό που δεν ελάμβαναν αγωγή και όχι σε υπερθυρεοειδικούς ασθενείς υπό αγωγή. Παρόλα αυτά υπήρξε μια αύξηση κινδύνου (HR 1.12 )για κάθε έξι μήνες που διατηρείτο η ΤSH σε χαμηλά επίπεδα σε ασθενείς είτε ελάμβαναν αγωγή είτε όχι . Στους υποθυρεοειδικούς ασθενείς, χωρίς αγωγή, καταγράφηκε αύξηση της θνητότητας κατά 46%, η οποία ήταν σημαντικά επηρεασμένη από την ηλικία των ασθενών και τη σοβαρότητα της νόσου. Η θνητότητα ήταν αυξημένη κατά 5% για κάθε έξι μήνες αυξημένης TSH. Από τα αποτελέσματα της μελέτης συμπεραίνεται ότι η θνητότητα είναι αυξημένη στη θυρεοειδική δυσλειτουργία. Ο αθροιστικός χρόνος διαταραγμένης TSH σχετίζεται θετικά με την αυξημένη θνητότητα ,τόσο στους ασθενείς υπό αγωγή όσο και στους ασθενείς που δεν λαμβάνουν αγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι η αστοχία διατήρησης του ευθυρεοειδισμού αποτελεί σημαντικό παράγοντα που οδηγεί στην αύξηση της θνητότητας.

Σχόλιο

Στη μελέτη αυτή μελετήθηκαν για 7 χρόνια 235.000 ασθενείς είτε με υπερλειτουργία του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός) ή με υπολειτουργία (υποθυρεοειδισμός). Στο τέλος της μελέτης που έγινε σύγκριση μεταξύ αυτών πού ήταν σε θεραπεία και αυτών που δεν βρίσκονταν σε θεραπευτική αγωγή φάνηκε ότι η θνητότητα σε αυτούς που δεν ήταν σε θεραπεία ήταν σημαντικά αυξημένη. Ακόμη όμως και σε αυτούς που ήταν σε θεραπεία για τη θυρεοειδική τους υπερ- η υπολειτουργία υπήρχε συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης, που αποτελεί ευαίσθητο δείκτη της θυρεοειδικής λειτουργίας, και της θνητότητας.